Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Τροφώνειο Μαντείο

Το Μαντείο του Τροφωνίου ήταν ένα από τα 5 ξακουστά μαντεία της Ελλάδας. Τα άλλα 4 ήταν το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, το μαντείο του Διός στη Δωδώνη, το μαντείο των Αβών στη Φωκίδα και το μαντείο του Αμφιάραου στον Ωρωπό.

Στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας τα πιο γνωστά μαντεία είναι: το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, του Πτώου Απόλλωνα, στο Ακραίφνιο, του Απόλλωνα στην Τεγύρα ( δυο χιλιόμετρα βόρεια του Ορχομενού), το Μαντείο του Απόλλωνα στις Αβές (κοντά στην Αταλάντη), του Σελιναίου Απόλλωνα στη Βόρεια Εύβοια του Αμφιαράειου στον Ωρωπό και του Τροφώνιου  στη Λιβαδειά.

Το Μαντείο του Τροφωνίου ήταν ήδη γνωστό από το 550 π.Χ. Ο χρόνος που ιδρύθηκε το μαντείο και η αιτία, που προτιμήθηκε η θέση αυτή για την εγκατάστασή του μας είναι άγνωστα. Χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το ότι υπήρχε κοντά στο άδυτο ξόανο του Τροφώνιου, που ήταν έργο του Δαίδαλου, μας αφήνει να πιστεύουμε ότι είχε ιδρυθεί από τα μυθικά ακόμη χρόνια, πολύ πριν  από την ιστορική εποχή. Ίσως διάλεξαν αυτό το συγκεκριμένο τοπίο λόγω της μεγαλοπρέπειας, της επιβλητικότητας και της μυστικοπάθειάς του και των πηγών της Έρκυνας. Αυτά ήταν τα  στοιχεία εκείνα που τράβηξαν τους ιδρυτές του μαντείου. 
Ο περιηγητής Παυσανίας λέει ότι το μαντείο του Τροφωνίου βρίσκεται στο βουνό, που εκτείνεται πάνω από το άλσος. Αν κάποιος ανέβαινε στο μαντείο και από εκεί προχωρούσε στο εμπρόσθιο μέρος του βουνού, θα συναντούσε την «θήρα Κόρης» και τον ημιτελή ναό του Βασιλέως Διος, πάνω από το Ζαγαρά. Το άλσος το χώριζε από την πόλη ο ποταμός Έρκυνα.

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι η θέση της αρχαίας Λιβαδειάς ήταν στην ανατολική πλευρά της Έρκυνας, άρα το μαντείο του Τροφωνίου θα πρέπει να το αναζητήσουμε στη δυτική πλευρά του ποταμού.  Μεταξύ του ποταμού και του Άι Λια,όπου βρίσκεται ο ναός του Διός βασιλιά υπήρχε το άλσος ( ιερό δάσος ) του Τροφωνίου εντός του οποίου υπήρχε  το μαντείο του Τροφωνίου. Η ακριβή θέση του μαντείου είναι άγνωστη, αφού αγνοούμε τις πραγματικές διαστάσεις του άλσους.

Το άλσος του Τροφώνιου δεν ήταν μόνο λίγα δέντρα δίπλα στο ποτάμι, αλλά ένα πραγματικό δάσος, που ανέβαινε από τη δυτική όχθη του ποταμού μέχρι το βουναλάκι του Άι Λια.

Ο Παυσανίας καθώς περιγράφει τα διάφορα ιερά και μνημεία, διαχωρίζει σαφώς την περιοχή του ποταμού, από το άλσος του Τροφωνίου. Λέει ότι άλλα βρίσκονται δίπλα στην όχθη ενώ άλλα βρίσκονται στο άλσος. Έτσι, πλησίον της όχθης του ποταμού, εντυπωσιάστηκε από το ναό της Έρκυνας με παράσταση παρθένου που κρατούσε στα χέρια της μια χήνα, από το μνημείο του ομηρικού ήρωα της Λιβαδειάς Αρκεσίλαου, που σκοτώθηκε στην Τροία από τον Έκτορα. Ακόμη υπήρχε και το σπήλαιο των πηγών με δυο αγάλματα σε όρθια στάση που κρατούσαν σκήπτρα τυλιγμένα με φίδια, του Ασκληπιού και της Υγείας ή του Τροφώνιου και της Έρκυνας, επειδή στον Τροφώνιο τα φίδια ήσαν εξ ίσου ιερά, όπως και στον Ασκληπιό.
Η θέση του σπηλαίου είναι σήμερα άγνωστη. Το σπήλαιο αυτό πρέπει να είχε ύψος περισσότερο από δυο μέτρα μιας και τα αγάλματα ήταν όρθια. Σήμερα, το ποτάμι της Έρκυνας σχηματίζεται από τις πηγές της Κρύας, στη βάση του λόφου του Φρουρίου και της Χλιας στην απέναντι πλευρά, στους  πρόποδες της βόρειας πλευράς του λόφου της Γαρδαβίτσας. Στην πλευρά της Κρύας είναι αδύνατον να βρούμε κάποιο ίχνος του σπηλαίου, λόγω των έργων που έγιναν για να κτιστεί ο πύργος του φρουρίου. Στην πλευρά της Χλιας πάλι δεν υπάρχει κάποιο σημάδι που να φανερώνει ότι ίσως ήταν εκεί το σπήλαιο, γιατί η περιοχή είναι σε μεγάλη έκταση λατομημένη.

Μέσα στο άλσος δέσποζε ο ναός του Τροφωνίου, με το άγαλμά του που
Άγαλμα Δήμητρας Ευρώπης
έμοιαζε με τον Ασκληπιό. Το άγαλμα αυτό ήταν έργο του ξακουστού γλύπτη Πραξιτέλη.  Επίσης υπήρχε το ιερό της Δήμητρας Ευρώπης και το υπαίθριο άγαλμα του Υετίου Διός,
ναός με τα αγάλματα του Κρόνου και της Ήρας, ενώ κοντά εκεί ήταν και το ιερό του Απόλλωνα.Υπήρχαν ιερά του του Διονύσου, του Πάνα, του Ερμή, των νυμφών της Άρτεμης καθώς και ιερό για τις θεότητες του τοκετού. Σε μια επιγραφή που βρέθηκε αυτές ονομάζονται "Αρτέμιδες πραείαι"και λατρεύονταν από τις επίτοκες γυναίκες.
 
Από επιγραφές που βρέθηκαν υπήρχαν και άλλες τιμώμενες θεότητες, όπως ο Δαίμων μειλίχιος, ο Ζευς μειλίχιος ή απλώς Μειλίχιος, η Άρτεμις ορθία, ο θεός Άττις και η μεγάλη Μητέρα.


Ο Παυσανίας κλείνει την περιγραφή του μαντείου με τα λόγια: " Εδώ σώζεται επίσης και η ασπίδα του Αριστομένους", μεσσήνιος αξιωματικός, χωρίς να μας λέει που βρισκόταν, μέσα στο άντρο, μέσα στο ναό  ή σε κάποιο άλλο ιερό χώρο. 
Σύμφωνα με τον Παυσανία ανηφορίζοντας  από τις πηγές πρώτα συνατούσε το μαντείο. Από μαντείο προχωρώντας ψηλότερα στο βουνό  φτάνει πρώτα στο λεγόμενο κυνήγι της Κόρης, «θήρα της Κόρης»,  και τέλος στο "ημίεργον"- ημιτελή-  ναό του Διός Βασιλέως.Στηνίδια περιοχή βρισκόταν και ο ναός του Απόλλωνα.
 Πολλές από τις  σωζόμενες Επιγραφές του ιερού χώρου του Τροφωνίου βρέθηκαν γύρω από την Εκκλησία του Αγ. Νικολάου (Ζαγαράς), τον ναό του Αγίου Γεωργίου καθώς και στην περιοχή του παλιού κοιμητηρίου στην Αγία Παρασκευή. Στο κοιμητήριο βρέθηκαν κατάλοιπα ναού της Αρτέμιδας.
 

Τα στοιχεία που διασώθηκαν από την αρχαιότητα είναι
  •  οι  αναθηματικές κόγχες που διατηρούνται στους πάνω από τις πηγές βράχους βρίσκονταν μέσα στο άλσος του ιερού
  •  το μικρό λαξευμένο δωμάτιο (1,10Χ 1,20Χ 1,70), προσιτό στην αρχαιότητα  με σκάλα. Έχει δυο πάγκους λαξευμένους στο βράχο. Σε καθένα από τους οποίους μπορούσαν να καθίσουν 5- 6 άτομα. Ο χώρος προοριζόταν για μυστική ιεροπραξία ή για λατρευτικό δείπνο. 
  • η φράση ΕΥ ΒΟΥΛΟΥ  χαραγμένη στο στόμιο μιας τρύπας, μικροσπηλιάς,  στα δεξιά της πηγής Κρύας 
  • Το άγαλμα της θεάς Δήμητρας Ευρώπης που βρέθηκε στις πηγές στην περιοχή των πηγών της Έρκυνας και σήμερα βρίσκεται στο ισόγειο του Νερόμυλου.
     
Η μορφή όλου του χώρου άλλαξε, όταν χτίστηκε το μεσαιωνικό κάστρο. Άφθονο υλικό από τα αρχαία οικοδομήματα χρησιμοποιήθηκαν για το κάστρο.  


Από την περιοχή των πηγών της Έρκυνας περισώθηκαν αγάλματα πεπλοφόρων γυναικών που πιθανολογείται ότι απεικονίζουν θεότητες ή άλλες μορφές της τοπικής λατρείας και σήμερα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας. Το σημαντικότερο, ωστόσο, εύρημα είναι ένα αναθηματικό ανάγλυφο στον Τροφώνιο, 3ος αι. π.Χ., που βρέθηκε το 1931 στην κοίτη της Έρκυνας και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
 
Αναθηματικό ανάγλυφο προς τιμήν του Τροφώνιου, Αρχ. Μουσείο Αθηνών
 
Σ’ αυτό εικονίζονται 16 μορφές θεοτήτων και λατρευτών. Από τα αριστερά διακρίνεται η καθιστή σε θρόνο Κυβέλη και η Περσεφόνη που οδηγεί μορφή με πέπλο και καλυμμένο πρόσωπο, ίσως κάποια χρηστηριαζόμενη. Ακολουθούν κρατώντας πυρσούς ο Διόνυσος-Ζαγρεύς, ο Παν και η Εκάτη. Ο Τροφώνιος, γενειοφόρος, κρατά κέρας αφθονίας και δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, μπροστά σε τράπεζα με προσφορές. Στη συνέχεια, εικονίζονται τρεις Κουρήτες με κράνη και ασπίδες, οι Διόσκουροι και τέσσερεις λάτρεις σε μικρότερο μέγεθος, ίσως η οικογένεια των αναθετών. Τέλος, αξιόλογο εύρημα αποτελεί το άγαλμα της Κυβέλης που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας.
 
Άγαλμα Κυβέλης Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας

Παράσταση του Ηλίου και της Σελήνης από σφαιρικό λίθο που βρέθηκε στη Λιβαδειά. Αρχ. Μουσείο Χαιρώνειας

 
Η θέση του μαντείου επίσημα  δεν είναι γνωστή
 
Συνηθιζόταν στην αρχαιότητα εκεί που ευρίσκετο ένα μαντείο εκεί κτιζόταν και ο ναός. Όμως  στη Λιβαδειά αυτό δεν συμβαίνει, ο  κύριος ναός ήταν σε διαφορετικό σημείο από το μαντείο.   Θα μπορούσε να ήταν πάνω στο κάστρο ή στο ναό του Διός στον προφήτη Ηλία ή κάπου αλλού ενδιάμεσα. Όλα αυτά όμως είναι εικασίες διότι μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κάποιο χειροπιαστό σημάδι που να υποδεικνύει τη θέση του.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το μαντείο δεν μπορεί να ήταν πολύ μακριά από τις πηγές, επειδή οι ιερείς ήσαν  άνθρωποι ηλικιωμένοι και δεν είχαν δυνάμεις για μεγάλες αναβάσεις. Αυτό είναι αυθαίρετο γιατί στα περισσότερα ιερά οι ιερείς ήταν νέοι σε ηλικία. Στο μαντείο του Τροφωνίου δεν γνωρίζομε την ηλικία των ιερέων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να υπήρχαν ενήλικοι ιερείς. Αν υπήρχαν και ιερείς υπερήλικες δεν ήταν απαραίτητο αυτοί να λάβουν μέρος στην ιερή πορεία προς το άντρο.
Η επίσκεψη στο άντρο του Τροφωνίου στην αρχή γινόταν μια φορά το χρόνο, την πανσέληνο μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια  επειδή υπήρχε μεγάλη ζήτηση η κατάβαση γινόταν μία φορά το μήνα, κάθε έβδομη μέρα, πλην του χειμώνα.

Ποια μορφή είχε το μαντείο;


Θολωτό κτίριο, άδυτον
Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ως  "στόμιον", ως « σπήλαιον », ως « υπόγειον οίκημα », και «μνήμα », δηλαδή το χαρακτηρίζουν σαν ένα υπόγειο τόπο, ένα τάφο. Ο Παυσανίας μας λέει ότι το μαντείο  αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ο προθάλαμος, τον οποίο ονομάζει «χάσμα γης » και το δεύτερο είναι το κυρίως μαντείο, το οποίο αποκαλεί «άδυτον ».

Εξωτερικά το μαντείο αποτελείται από ένα επίπεδο κυκλικό χώρο, με διαστάσεις όσο ένα μικρό αλώνι υπερυψωμένο από το γύρο έδαφος, περίπου ένα μέτρο,  με περίφραγμα από λευκό μάρμαρο, ύψους 2 πήχεις ( 0,46 Χ2 = 0,.96 εκατ.). Πάνω στο μαρμάρινο κυκλικό περίφραγμα  ήσαν καρφωμένα περιμετρικά χάλκινοι στύλοι, συνδεδεμένοι μεταξύ τους με χάλκινες επίσης ζώνες. Στο περίφραγμα αυτό υπήρχε δίφυλλη πόρτα (Παυσανίας ΙΧ 39, 9-11)  που οδηγούσε στο εσωτερικό του κύκλου.
Μέσα στον περίβολο βρισκόταν ένα υπόγειο οικοδόμημα με θολωτή στέγη, που ήταν πιο ψηλή από την κυκλική επίπεδη επιφάνεια.  Ο Παυσανίας αναφέρει ότι μέσα στον περιφραγμένο χώρο υπήρχε χάσμα γης όχι φυσικό, αλλά τεχνητό και καλοχτισμένο, με τέλειους  τους αρμούς των λίθων. Η εξωτερική όψη του μαντείου έδινε την όψη ενός « κριβάνου »
Ο κρίβανος είναι ένα αρχαίο σκεύος μαγειρικής, ένα φορητό φουρνάκι. Τα πρώτα χρόνια ήταν πήλινο και αργότερα έγινε μεταλλικό. Αποτελείται από ένα ταψί και ένα θολωτό κάλυμμα. Το κάλυμμα στην περιφέρεια έχει μια κάθετη ταινία.  Όταν έβαζαν τον κρίβανο στη φωτιά τον σκέπαζαν με στάχτες και κάρβουνα, που συγκρατούνταν πάνω στο θόλο με την περιφερειακή ταινία και έτσι το φαγητό ψηνόταν. Σήμερα αυτό το σκεύος είναι η γνωστή μας γάστρα. Άρα το μαντείο εξωτερικά παρουσίαζε την εικόνα μιας γάστρας. 
Το θολωτό υπόγειο οικοδόμημα, είχε διάμετρο δυο μέτρων και βάθος μικρότερο των τεσσάρων μέτρων και είναι ο προθάλαμος, τον οποίο Παυσανίας ονομάζει «χάσμα γης». Στο εσωτερικό του κτίσματος, στην βάση του τοίχου, υπήρχε ένα πολύ μικρό άνοιγμα, πλάτους 2 πιθαμές,  μία "σπιθαμή" 0,231 μ. άρα 2 Χ 0,231μ = 0, 462μ., περίπου μισό μέτρο,  και το ύψους 1 πιθαμή δηλαδή 0,231 μ., περίπου 25 εκατοστά.
Για το «άδυτον» κανείς δεν είπε τίποτε, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πληροφορίες πως ήταν ή τι διαστάσεις είχε. Πρέπει ο χώρος να ήταν μεγαλύτερος από τον προθάλαμο γιατί εκεί μέσα γίνονταν μυστηριακές τελετές.
 Το μαντείο του Τροφωνίου μας θυμίζει μικρό μυκηναϊκό τάφο. Οι μυκηναϊκοί τάφοι είναι κυκλικά κτίσματα με θολωτή στέγη. Έχουν διάδρομο εισόδου, πύλη εισόδου, πλαϊνό ορθογώνιο δωμάτιο (θάλαμον), στον οποίο έβαζαν το νεκρό. Ένας τέτοιος τάφος είναι του Ατρέως στις Μυκήνες και του Θησαυρού των Μινύων στον Ορχομενό.

Το μαντείο του Τροφωνίου έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μικρού θολωτού τάφου. Στο θολωτό κτίσμα, το «ιερόν στόμιο» οδηγεί στο «άδυτον», στη βάση του οικοδομήματος, που αντιστοιχεί στο «θάλαμο» των μυκηναϊκών τάφων. Ίσως σε αυτή τη θέση να ενταφιάστηκε ο Τροφώνιος, γι’ αυτό και το άντρο πήρε το όνομά του. 

Οι τάφοι ήσαν ιεροί και οι αρχαίοι, μετά τον ενταφιασμό, συνήθιζαν να προσφέρουν θυσίες στον νεκρό. Σε αυτή την περίπτωση, οι τιμές προς τον νεκρό Τροφώνιο, με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε ιεροπραξίες προς τον θεό.
 
Πώς γινόταν η χρησμοδότηση;

   Η ιδιαιτερότητα αυτού του μαντείου έγκειται στο γεγονός ότι ήταν «αυτόφωνο» δηλ. ο χρηστηριαζόμενος μπορούσε να ακούσει ο ίδιος την φωνή του πνεύματος να ομιλεί,  να του δίνει απαντήσεις σε αυτά που σκεφτόταν, χωρίς να είναι σε κατάσταση εγκοιμήσεως ή  μπορούσε  ακόμη να δει φοβερά οράματα όντας σε πλήρη εγρήγορση.

Λουτρό στα κρύα νερά της Έρκυνας
Σχετικά με τον τρόπο, που γινόταν η χρησμοδότηση, ο περιηγητής Παυσανίας, που πέρασε απ’ εδώ γύρω στα 17 5μ.Χ., μας δίνει τις πιο πολλές πληροφορίες. Ο πιστός έπρεπε να κάνει δίαιτα και να παραμείνει μερικές μέρες στο ιερό του Αγαθού Δαίμονα(1) και της Αγαθής Τύχης (ξενώνας). Μένοντας στο οίκημα αυτό τηρεί μερικές διατάξεις τελετουργικού καθαρμού, μεταξύ των οποίων είναι και η αποχή από θερμά λουτρά, λουζόταν στα κρύα νερά της Έρκυνας, με σκοπό να διατηρηθεί σε κατάσταση πλήρους νηφαλιότητας, μια κατάσταση άκρως αναγκαία για την επίτευξη της αγνότητας, με απώτερο σκοπό την απόκτηση ικανότητας προς τέλεση των πάσης φύσεως ιεροπραξιών και ιδιαιτέρως των θυσιών.  
Καθημερινά έπρεπε να θυσιάζει σφάγια στον Τροφώνιο και στα παιδιά του Τροφώνιου (2), Άλκανδρο και Έρκυνα,  στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στο Δία- Βασιλέα, στην ηνιόχη Ήρα και στη Δήμητρα ευρώπη, που τη θεωρούσαν και τροφό του Τροφώνιου. Όταν τα σπλάχνα κάθε θυσίας φανέρωναν στον ιεροσκόπο, ότι ήταν ευπρόσδεκτος ο πιστός από τον Τροφώνιο, τότε προχωρούσε στις επόμενες διαδικασίες. Την τελευταία νύχτα της προπαρασκευής έπρεπε να θυσιάσει ένα μαύρο κριάρι στου Αγαμήδη τον Βόθρο (3), που ήταν και υπόγειο θυσιαστήριο. Αν και αυτή η θυσία ήταν ευπρόσδεκτη τότε οι ιερείς τον οδηγούσαν, τις προχωρημένες ώρες της νύχτας, στις πηγές της Έρκυνας

Εκεί τον έλουζαν στα κρύα νερά της και τον άλειφαν με λάδι τον αρωμάτιζαν και τον θυμιάτιζαν δυο παιδιά της Λιβαδειάς, 13 περίπου χρόνων, που τα έλεγαν « Ερμές». Τα παιδιά έχουν το ρόλο του οδηγού σε μια υποχθόνια κάθοδο, που εδώ είναι η κάθοδος στον τάφο – μαντείο. Τα παιδιά παίρνουν το όνομα του Ερμή του Ψυχοπομπού, του οδηγού των ψυχών στον Άδη.

Μετά έδιναν στον πιστό να πιει νερό από δυο πηγές, το νερό της Λήθης (4) για να λησμονήσει ότι τον απασχολούσε από τα εγκόσμια κι αμέσως μετά του έδιναν νερό της Μνημοσύνης (4) για να θυμάται όσα θα έβλεπε ή θα άκουγε  στο άδυτο. Σήμερα δεν γνωρίζουμε που βρίσκονται αυτές οι δυο πηγές.Πιθανόν σήμερα οι δυο πηγές Μνημοσύνης και Λήθης να ναι αντίστοιχα  οι πηγές της Έρκυνας, Κρύα  και Χλιά.

Είσοδος στο άδυτον
Μετά αφού τον έντυναν με λινό άσπρο χιτώνα, ταινίες στη μέση και ντόπια σανδάλια στα πόδια, τις κρηπίδες, πήγαιναν τον πιστό, για να προσευχηθεί στου Τροφωνίου το ξόανο, που το είχε φιλοτεχνήσει ο Δαίδαλος και που μόνο οι μαντευόμενοι μπορούσαν να το δουν. Ο πιστός πλήρωνε τον πελανό, το αντίτιμο για να αγοράσει  τις μελόπιτες ( κάτι σαν τηγανίτες από κριθάρι και μέλι). Το ιερατείο ήταν εκείνο που καθόριζε την τιμή της μελόπιτας ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πιστού. Τις μελόπιτες τις κρατούσε για να τις προσφέρει στα φίδια που θα συναντούσε στο άδυτο για να μην «αδικηθεί», δηλαδή θα τις πρόσφερε ως τροφή στα φίδια για να μην τον ενοχλήσουν.

Καθαρός στο σώμα κι εξαγνισμένος στο νου και τη ψυχή, μετά την ψυχρολουσία, τη δίαιτα και την προσευχή, προχωρούσε ο πιστός γεμάτος ελπίδες για το άντρο, όπου θα επικοινωνούσε με το θεό.Κ κάθοδος στο άδυτον ελάμβανε χώρα την ώρα του Όρθρου, δηλαδή ξημερώματα.

Από την είσοδο του Μαντείου, ο πιστός, κατέβαινε με φορητή, στενή σκάλα σε ένα θολωτό, σαν φούρνο-σπήλαιο, κρατώντας στα χέρια του τις μελόπιτες, ξάπλωνε στο δάπεδο ανάσκελα,  έμπαζε πρώτα τα πόδια του στην  στενή τρύπα, που βρισκόταν στη βάση του τοίχου, για να συρθεί κατόπιν και  ο ίδιος μέσα. Όταν τα γόνατά του βρεθούν μέσα στην τρύπα,το υπόλοιπο έλκεται ευθύς ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ένα μεγάλο και πολύ γρήγορο ποτάμι μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαζε με τη δύνη του  κι έφτανε αλαφιασμένος στο άδυτο.
Όσοι κατέβαιναν στο άδυτο  δεν είχαν μόνο ένα τρόπο για να μάθουν τα μέλλοντα, σύμφωνα με τον Παυσανία, άλλος έβλεπε και άλλος άκουγε.  Λένε πως κανένας από όσους κατέβηκαν δεν συνέβη να χάσουν τη ζωή του, εκτός από από κάποιον της προσωπικής φρουράς του Δημητρίου, ο οποίος ούτε έκανε τίποτα από όσα προβλέπουν οι κανονισμοί του ιερού ούτε κατέβηκε να πάρει μαντεία , αλλά ήθελε μόνο να αποκομίσει από το άδυτο χρυσάφι και ασήμι. Λένε ακόμα ότι το πτώμα του βρέθηκε σε άλλο μέρος και δεν αποβλήθηκε από το ιερό στόμιο. 

Θυσίες
Από την ίδια τρύπα και με τα πόδια πρώτα τον επανέφερναν  οι ιερείς και τον κάθιζαν, αναίσθητο σχεδόν,  στο θρόνο της Μνημοσύνης, που δεν ήταν μακριά από το μαντείο. Αυτός έλεγε, όσα είδε και άκουσε, οι δε ιερείς τα συναρμολογούσαν κι έβγαζαν το χρησμό, τον οποίο και του το έδιναν γραμμένο σε πινακίδα.   Στη συνέχεια τον παραδίδουν στους δικούς του, οι οποίοι τον τον φέρνουν στο οίκημα του αγαθού Δαίμονα και αγαθής Τύχης, εκεί  που έμενε πριν. Αυτός ήταν κυριευμένος από φόβο και δεν είχε συνείδηση του εαυτού του και των πλαϊνών του. 
Λέγεται ότι όσα είδαν και άκουσαν μέσα στο άδυτο ήταν τόσο τρομερά, ώστε οι συγγενείς τους υπέφεραν, να τους συνεφέρουν. Μερικοί μάλιστα από τους μαντευόμενους έμεναν μελαγχολικοί κι αγέλαστοι σ΄ όλη τους τη ζωή. Ένας εξ αυτών που είχε χάσει την ευθυμία του αναγκάστηκε να πάει στην Πυθία, στο Μαντείο των Δελφών για να θεραπευθεί. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού « για όποιον ήταν σκυθρωπός, υπήρχε η ρήση «εκ του Τροφωνίου μεμάντευται». Όσοι κατέβαιναν στο άδυτο είχαν υποχρέωση να αφιερώσουν την πινακίδα, στην οποία ήταν γραμμένα όσα είδαν και άκουσαν, στο μαντείο. 

Τι ζητούσαν να μάθουν οι πιστοί που επισκέπτονταν το Μαντείο του Τροφωνίου;

Κατά την αρχαιότητα όταν οι άνθρωποι όταν δεν μπορούσαν να δώσουν λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματά τους με τη λογική κατέφευγαν στα μαντεία.

Ατομικά, οικογενειακά, περιουσιακά θέματα έπρεπε στα μαντεία να βρουν τη λύση τους. Πολιτικά, νομικά, κοινωνικά αδιέξοδα έπρεπε στα μαντεία ν’ αναζητήσουν διέξοδο, όπως και πολεμικές επιχειρήσεις απ ‘ αυτά να πάρουν σωστές κατευθύνσεις. Χωρίς αυτά διαφορές ατόμων, πόλεων και κρατών δύσκολο να διευθετηθούν.

Όταν όμως οι αρχαίοι εξασφάλισαν τροφή και κατοικία και κατανόησαν τα φυσικά φαινόμενα, άρχισαν να δημιουργούν πολιτισμό, και συγχρόνως να γεννιούνται ερωτήματα για το τι συμβαίνει μετά το θάνατο, τι γίνεται η ψυχή. κ.ά.  Σε αυτά όμως δεν μπορούσαν μόνοι τους να δώσουν λύσεις γι’ αυτό και κατέφευγαν στα μαντεία, στα οποία οι ιερείς ήταν άνθρωποι με πολλές γνώσεις.

Ο Παυσανίας μας αναφέρει σχετικά με την αποστολή του μαντείου ότι,  « εδιδάσκοντο τα μέλλοντα ». Αυτή η αόριστη έκφραση, δίνει την εντύπωση ότι στον Τροφώνιο δίδονταν χρησμοί, σχετικοί με την μελλοντική έκβαση κάποιων ατομικών ή συλλογικών υποθέσεων. Ο Πλούταρχος αναφέρει στο έργο του, «Περί του Σωκράτους δαιμονίου»,  ότι ο νεαρός Τίμαρχος, διηγούμενος τα όσα γνώρισε μέσα στο άδυτον, μιλά για μεταθανάτια πορεία της ψυχής. Μάλιστα, όταν ζήτησε από το δαίμονα ( άγγελο) που τον συνόδευε, να πληροφορηθεί τα «πάντα», δηλ. τα επίγεια όσο και υποχθόνια, πήρε την απάντηση ότι, το μαντείο «ελάχιστη σχέση έχει με τα εγκόσμια». Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι στο Τροφώνιο διδάσκονταν κυρίως τα περί της μετά θάνατο τύχη της ψυχής και όχι τα επίγεια.     

Σκοπός του πιστού – χρηστηριαζόμενου ήταν η απόκτηση των απαραίτητων πνευματικών εφοδίων για την ορθή πορεία του στον επίγειο κόσμο και η προετοιμασία του για την μετά θάνατο  ζωή.
 
Μπορούμε να πούμε ότι όλο το τελετουργικό της καθόδου στο άδυτο  ήταν μια προσομοίωση καθόδου του πιστού  στον Άδη, ένα "εκπαιδευτικό" ταξίδι προετοιμασίας  για την μετά θάνατο ζωή.

Άσημοι και διάσημοι στα χρόνια της λειτουργίας του επισκέπτονταν τη Λιβαδειά, της δημιουργούσαν κίνηση και της έδιναν ζωή. Οι χρησμοί του ήταν πάντοτε αξιόλογοι και βαρυσήμαντοι. 
 Στο Τροφώνιο Μαντείο κατέφταναν προσκυνητές όχι μόνο από Βοιωτία, αλλά κι από όλη την Ελλάδα και τις άκρες ακόμη του γνωστού τότε κόσμου για να το συμβουλευτούν. Το μαντείο το επισκέπτονταν όχι μόνο απλοί άνθρωποι αλλά και άνδρες με ανήσυχο πνεύμα, για να συζητήσουν και λύσουν απορίες σχετικές με σοβαρά μεταφυσικά και φιλοσοφικά θέματα.

Το μαντείο το επισκέφτηκαν πολλές ξένες προσωπικότητες. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Μεσσήνιος στρατηγός Αριστομένης, ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, ο Μακεδόνας βασιλιάς Αμύντας, ο γιος του Περδίκας, ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος ο Β, ο πατέρας του Μεγαλέξανδρου, ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος  Δ'. Ο χρησμός που είχε πάρει ο Φίλιππος Β΄από το Τροφώνιο ήταν ο εξής: "Φυλάττεσθαι δει το άρμα". Λέγεται ότι απόεκείνη την ημέρα ο Φίλιππος δεν ξανανέβηκε σε άρμα.
Λέγεται ότι ο Κροίσος είχε ζητήσει απάντηση από όλα τα μαντεία, για να δοκιμάσει την αξίας τους, στην ερώτηση « Με τι ασχολείται αυτή τη στιγμή ο βασιλεύς των Λυδών Κροίσος, ο γιος του Αλυάτου;» και το μόνο μαντείο που δεν του έδωσε ικανοποιητική  απάντηση ήταν το Τροφώνιο. 
    Υπάρχει  αναφορά από τον Beaujeu ( La rel. rom.  a' I' apogge de I'  empire 1955, 171-1715)  στην οποία φαίνεται ότι είχε χρηστηριαστεί και ο  ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός.  
Στο Μαντείο είχε προσφύγει και ο φιλόσοφος Ερμόδωρος για να πάρει χρησμό προκειμένου να σώσει το μοναχογιό του που ήταν βαριά άρρωστος. Λέγεται ότι επηρεασμένος από το τελετουργικό κλονίστηκε η ψυχοσωματική του υγεία  και σε όλη του ζωή του έμεινε απαθής, αδιάφορος και λιγομίλητος.
Οι Βοιωτοί για να αντιμετωπίσουν τους Θράκες ζήτησαν τη βοήθεια  του Τροφώνιου  το οποίο τους έδωσε τον χρησμό: " Διόνυσον έσεσθαι βοηθόν", αφού τους μέθυσαν τους έτρεψαν σε φυγή.  

Ιστορικός έμεινε ο χρησμός που ζήτησε ο Θηβαίος Επαμεινώνδας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) με τους Σπαρτιάτες. Οι Θηβαίοι είχαν ρωτήσει και άλλα ξακουστά μαντεία όπως των Αβών, του Πτώου Ο Επαμεινώνδας όμως προτίμησε το χρησμό του Τροφώνιου της Λιβαδειάς. Τους συμβούλεψε τα εξής: « προτού να χτυπηθείτε με τον εχθρό να στήστε τρόπαιο στολίζοντάς το με την ασπίδα που μου χάρισε ο ανδρείος Μεσσήνιος Αριστομένης. Τότε θα καταστρέψω το στρατό των εχθρών σας».
Αυτή την ασπίδα πήρε από το ιερό ο Επαμεινώνδας και την έστησε πάνω σε ένα τρόπαιο, έτσι ώστε να φαίνεται από τους Λακεδαιμόνιους.  Την ασπίδα του Αριστομένη την γνώριζαν οι Σπαρτιάτες είτε γιατί είχαν ακούσει για αυτή είτε γιατί κάποιοι την είχαν δει στο μαντείο. Βλέποντας οι Θηβαίοι αυτή την  ασπίδα εμψυχώθηκαν και ρίχτηκαν στη μάχη και νίκησαν τον εχθρό.    
 
Το Μαντείο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ., μέχρι δηλαδή την εποχή που επικράτησε ο χριστιανισμός.  
Το Τροφώνιο Μαντείο λεηλατήθηκε από διάφορους επιδρομείς όπως από τον Αλάριχο, τον Ταξίλη, τον Σύλλα, τον Αρχέλαο κ.ά. 
 
Όταν γύρω στα 175 μ .Χ. κατέβηκε ο Παυσανίας στο μαντείο , το είχε σε ακμή, όπως φαίνεται απ όλη την περιγραφή και του ιερού και του επιμελώς τηρουμένου τελετουργικού και του κυρίως μαντείου  που το παρουσιάζει  πολύ φροντισμένο.

Αργότερα, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η έννοια του Τροφώνιου ταυτίστηκε με το Δία, γι’ αυτό και πήρε το όνομα « Ζευς Τροφώνιος» και το μαντείο «Τροφωνίου Διός» Έτσι το αναφέρει ο Στράβων και οι νεότεροι Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ. και Φώτιος (9ος αι. μ.Χ.).
 
  
(1) Οι Δαίμονες σύμφωνα με τον Ησύχιο ήσαν " φύλακες" των μαντείων. Ανήκουν μας λέγει στο πρώτο γένος των ανθρώπων, στο χρυσό γένος , της εποχής που βασίλευε ο Κρόνος. Τότε οι άνθρωποι ζούσαν ανέμελοι, χωρίς φροντίδες χωρίς πόνους και θλίψεις.Το γήρας δε το εγνώριζαν και πέθαιναν  βυθιζόμενοι σε βαθύ ύπνο. Αυτά τα όντα με την παραδεισένια ζωή, όταν τα εκάλυψεη γη, έγιναν Δαίμονες και ανέλαβαν την αποστολή να ναι φύλακες των θνητών. Κατά τον Πλάτωνα είναι σύνδεσμοι στην επικοινωνία των θεών με τους ανθρώπους. 
 
(2)κατά το Πλούταρχο τα παιδιά του Τροφώνιου είναι οι Τροφωνιάδες Δαίμονες, οι "επιμεληταί"-  Φύλακες του Μαντείου.  
Ο Παυσανίας δεν ορίζει αν είναι τα δικά του παιδιά ή οι Τροφωνιάδες δαίμονες. 
 
 (3) Βόθρος: ρηχό όρυγα γης με πολύ μικρές διαστάσεις. Πέντε σπιθαμές περίπου μήκος, δυο σπιθαμές πλάτος και μιας σπιθαμής βάθος( Στ. Βαλλάς: Το 'Αντρον του Τροφωνίου)
 
(4)  Ο Παυσανίας στο κείμενό του δεν αναφέρει ότι οι πηγές Λήθη και Μνημοσύνη ήταν οι δυο πηγές της Έρκυνας μέσα στο σπήλαιο που ήταν και τα δυο αγάλματα, αλλά ούτε και προσδιορίζει σαφώς που βρίσκονται.Πιθανόν να είναι οι σημερινές πηγές της Έρκυνας, Κρύα και Χλιά μιας και ο χώρος έχει αλλάξει πάρα πολύ από την εποχή που επισκέφτηκε τη Λιβαδειά ο Παυσανίας. 
 
Ο Στάθης Βαλλάς στο βιβλίο του " Το άντρον του Τροφωνίου" τοποθετεί τις μυθικές πηγές, οι οποίες ρέουν και σήμερα, λίγο πιο πάνω στο εκκλησάκι του Άη Γιάννη, στα μεσημβρινά του λόφου, στον χωματόδρομο Ζαγαρά - Σούρπη. Αναφέρει επίσης ότι "οι μυθικές πηγές της Λήθης και Μνημοσύνης στην επικρατούσα θρησκευτική αντίληψη ήσαν οι απόκοσμες πηγές που έρεαν στην Χώρα του Θανάτου, του Άδη. Από τα χρυσά ελάσματα που βρέθηκαν ως αποδεικτά μυητικής ταυτότητας του νεκρού σε τάφους της Νότιας Ιταλίας, τα περισσότερα περιγράφουν την θέση των πηγών στον επέκεινα τόπο  όπου αναπαύονται οι ψυχές των απελθόντων..."  
 
Ο Θ. Δάλκας στο βιβλίο του  "Λειβαδιά τ. Α΄, η Αιμιλία Γιαννακούρου - Χατζημανώλη στο βιβλίο της "Η Αρχαία Λεβάδεια", ο Σπ. Φλώρος  στο βιβλίο του "Λεβαδειακή Τριλογία"   ταυτίζουν την πηγή της Χλιάς με την πηγή της Λήθης και την πηγή της Κρύας με την πηγή της Μνημοσύνης.  

 
 
Βιβλιογραφία : 
 
Εκδοτική Αθηνών: Παυσανίου Ελλάδος περιηγήσεις-Βοιωτικά 
Θ. Δάλκα: Λειβαδιά τόμος Α'
 Σπ. Φλώρου Λεβαδειακή τριλογία
Στάθης Βαλλάς: Το άντρο του Τροφωνίου 
ΓΙάννα Βαρουξή - Μπαδύλα: Εκ Τροφωνίου άρξασθαι"
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου