Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Τροφώνιο Μαντείο και Γιάννης Ρίτσος

Κάθοδος στο μαντείο του Τροφωνίου


Ύστερ’ απ’ τη θυσία του μαύρου κριού και την οιωνοσκόπηση της σπάλας,
φόρεσε το λινό χιτώνα και ποδήματα ντόπια. Είχε νυχτώσει.
Κατέβηκε την πέτρινη σκάλα, κρατώντας στο κάθε του χέρι
ένα κομμάτι μελόπιτα, για τους χθόνιους θεούς. Μέσα στο σπήλαιο
τίποτα δεν ξεχώριζε· — σκοτάδι και υγρασία. Σαν έφτασε
στην Πλαγία Στοά (τί να σκεφτεί πια για μαντείες;) — στρόβιλος
μυστικού ρεύματος τον κύλησε στο μέγα βάθος —φόβος και τρόμος—
έτσι πεσμένος ανάσκελα μες στο πηγάδι, και το σκότος ρεκάζοντας:
«φοβού, φοβούουου». Σαν τα κατάφερε, τέλος, να γυρίσει χαράματα
σερνάμενος στο φως της μέρας, δεν έβγαλε λέξη, δεν απάντησε
στις ερωτήσεις των ιερέων. Μόνο που ένιωθε να κολλάνε τα χέρια του
απ’ τις μελόπιτες. Πλύθηκε στην πηγή προσεχτικά, ντύθηκε κι έφυγε.

Σε δυο τρεις μήνες φάνηκε στην Αγορά, πιο τολμηρός, πιο ωραίος —
μόνο τα μάτια του σα να ’ταν πιο μεγάλα, μακρινά — πολύ πιο μεγάλα.

🌷🌷🌹

Το νέο μαντείο

Δυο χρόνια ολάκερα δεινοπαθήσαμε απ’ την ξηρασία, — ούτε ένα πράσινο φύλλο
ούτε πουλί ούτε ακρίδα στη Βοιωτία. «Αποταθείτε —μας ορμήνεψαν—
αποταθείτε στην Πυθία». Ψάξαμε, τη βρήκαμε κι αποταθήκαμε. Εκείνη:
«Αποταθείτε στο μαντείο του Τροφωνίου», μας είπε. Εμείς μήτε που ξέραμε
αν ύπαρχε, και πού, τέτοιο μαντείο. Και, το χειρότερο απ’ όλα,
δε βρίσκονταν στις μέρες μας κανένας Σάων, από φώτιση θεία οδηγημένος,
ν’ ακολουθήσει ένα κοπάδι μέλισσες, να μάθει και να συμβουλέψει
τον μυστικό κανόνα του άλυτου και του ανεξήγητου, που θα μαλάκωνε τα πράματα.


Όλοι ζητάγαν τώρα πραχτικές οδηγίες. Δεν περίμεναν. Βιάζονταν.
Ωστόσο, μας χρειαζότανε, το δίχως άλλο, ένα νέο μαντείο του Τροφωνίου,
κι έτσι, μ’ εράνους, με τρεχάματα και λόγους, το σκαρώσαμε στα πρόχειρα.


  🌷🌷🌹

Τα παρόντα


«Κατέβα», του έλεγαν· «μη φοβηθείς· το ανέβασμα θα ’ναι μια δόξα·
το μέλλον πια ολοφάνερο μπροστά σου». Εκείνος δίσταζε. Ωστόσο
προετοιμάστηκε στο παρεκκλήσι της Καλοτυχιάς· πέρασε από την έδρα
της Λησμοσύνης και της Μνημοσύνης· πρόσφερε θυσίες
πάνω στην τάφρο του Αγαμήδη· λούστηκε στον Έρκυνα,
οδηγημένος από δυο χαριτωμένα δωδεκάχρονα αγόρια·
αλείφτηκε με λάδι, και προχώρησε. Την ύστατη στιγμή,
μπροστά στο μαύρο στόμιο του μαντείου, το ιερό, το περίκλειστο
με πολυσκάλιστο ορειχάλκινο κιγκλίδωμα, σταμάτησε. «Όχι, όχι, —φώναξε—
όχι, όχι». Αποτραβήχτηκε με τρόμο. Μπορεί να θυμήθηκε
τον δύστυχο τον δορυφόρο, τον Δημήτριο, που ποτέ δεν ξαναγύρισε. Βέβαια,
λένε που ο Απολλώνιος ανέβασε από κει δυο μετάλλινες πλάκες. Μα κείνος,
τί τα ’θελε τα πυθαγόρεια ρήματα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα; Καλύτερα
τα παρόντα, όσο λίγα κι ασήμαντα· προτιμότερο τ’ άγνωστο. Κι άξαφνα αισθάνθηκε
όλο το θάμβος της στιγμής. Έκοψε ένα δαφνόφυλλο, το δάγκωσε, κι έφυγε τρέχοντας,
ενώ ξοπίσω του βοούσαν των ιερέων οι νουθεσίες και τ’ αναθέματα.

 

  🌷🌷🌹

 Από μαντείο σε μαντείο


Είχε προσφύγει στο μαντείο της Λεβάδειας — νέος ρωμαλέος
κι ευγενικός μαζί, ο Παρμενίσκος απ’ το Μεταπόντιο. Σαν βγήκε απ’ το σπήλαιο,
δεν τον γνωρίσαμε σχεδόν — σαν φάσμα του εαυτού του· σαλεμένα
τα λογικά του· ολότελα εξουθενωμένος. Έτρεμε το ωραίο πηγούνι του
τραυλίζοντας ήχους ακατάληπτους, σα γέροντας ή βρέφος. Ο προφήτης δεν μπόρεσε
την ερμηνεία του χρησμού να συντάξει. Ο Παρμενίσκος , ύστερα,
υποχρεώθηκε να καταφύγει στο μαντείο των Δελφών, μήπως και μάθει
πώς να θεραπευτεί απ’ αυτό που του ’λαχε στο μαντείο της Λεβάδειας,
μα ούτε κι εκεί δεν έγινε τίποτα. Πολύ σύντομα χάθηκε
τ’ όμορφο παλικάρι. Ωστόσο ακόμη, στις παρέες μας, βρίσκονται
πολλοί να τον φθονούν, να τον θαυμάζουν — όχι τόσο για το κάλλος του
όσο για κείνο το ασυλλόγιστο, θανατηφόρο, μάταιο θάρρος του.

Λέρος, 18.III.68

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.