Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Αλαλκομενές Βοιωτίας

Με οδηγό  τον Παυσανία αναζητούμε τα ίχνη των αρχαίων Αλαλκομενών και της θεάς Αθηνάς στη Βοιωτία.

Τιλφούσιον όρος - βουνό Πέτρας
Ο Παυσανίας στα «Βοιωτικά» αναφέρει ότι αφού πέρασε την πετρώδη περιοχή του Τιλφουσίου (το βουνό Πέτρα),  το ιερό του Απόλλωνα, μπήκε στην παραλίμνια πεδιάδα της Κορώνειας, όπου συνάντησε με τη σειρά την πολίχνη Αλαλκομενές (παρηκμασμένη επί των ημερών του), με ιερό της Αθηνάς Αλαλκομενίας, έπειτα το ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας και τελευταία την Κορώνεια.

 Επειδή δεν υπάρχουν εμφανή οικοδομικά λείψανα στην πεδιάδα, η  αναγνώριση των δύο πόλεων και των δύο ιερών είναι δύσκολη.
 


το εξωκλήσι είναι κτισμένο στο ιερό του Απόλλωνα
Σύμφωνα  με τον Παπαχατζή, τον μεταφραστή του Παυσανία, το ιερό ήταν  κάτω από το χωριό Σωληνάρι.

 Η δε κώμη  τω Αλαλκομενών τοποθετείται στα νοτιοδυτικά του Σωληναρίου, μάλλον βόρεια του  χωριού  Αγία Παρασκευή

Ο περιηγητής Λήκ, γύρω στο 1800 επισκέφτηκε την περιοχή και αναφέρει ότι σώζονταν στην άκρη της πετρώδους πλαγιάς, κάτω από το Σωληνάρι, θεμελίωση πολυγωνικού τοίχου κοντά σε μικρό ρέμα, τον Τρίτωνα, όπου αναγνώρισε τον περίβολο του ναού κοντά. Κοντά στην περιοχή βρήκε αρχαίους λίθους εντοιχισμένους σε ερειπωμένη εκκλησία. 

Σιδηροδρομικός Σταθμός Αλαλκομενών
Εντοιχισμένες αρχαίες πέτρες βρίσκει κανείς σήμερα και στο χωριό Αλαλκομενές, σε εκκλησίες στο σιδηροδρομικό σταθμό,  αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρχαίες  Αλαλκομενές ήταν στη θέση αυτή.

Οι Αλαλκομενές πήραν το όνομά τους από τον τοπικό ήρωα Αλαλκομενέα, τον πρώτο άνθρωπο της Βοιωτίας που αναδύθηκε από τη λίμνη Κηφισίδα, Κωπαΐδα, σύμφωνα με τον ποιητή Πίνδαρο

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή από την κόρη του Ωγύγη, βασιλιά της Αττικοβοιωτίας,  την  Αλαλκομενία.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο βοιωτικό ημερολόγιο υπήρχε   Αλαλκομένιος μήνας (23 Οκτωβρίου – 22 Νοεμβρίου).


Ο Αλαλκομενές βρίσκονταν  χαμηλά στα ριζά ενός βουνού, όχι πολύ υψηλού ενώ το ιερό της Αλακομενίας Αθηνάς σε εντελώς επίπεδο μέρος.
αρχαίες εντοιχισμένες πέτρες στον σταθμό
Στις Αλαλκομενές οι Βοιωτοί γιόρταζαν τα Δαιδάλια ή Δαίδαλα. Τα Δαίδαλα ήταν μια θεαματική αλλά και φαιδρή και διδακτική γιορτή της «Νυμφευομένης»  ή της «Τελείας » Ήρας, που την θεωρούσαν προστάτιδα του νόμιμου γάμου και γενικά προστάτιδα της γυναίκας, ( κόρης, μνηστής και συζύγου) και αυστηρή φρουρό της οικογένειας.

Σύμφωνα με έναν μύθο, η Ήρα θυμωμένη από τις παρεκτροπές και απιστίες του άντρα της Δία εγκαταλείπει τη συζυγική στέγη επάνω στον Όλυμπο και αποσύρεται στα δάση του Κιθαιρώνα της Βοιωτίας, από όπου με κανένα τρόπο δε δεχόταν να επιστρέψει κοντά του. Μάταια την αναζητούσε, εκείνη αμετάπειστη στις υποσχέσεις του και ανένδοτη στα παρακάλια του αρνιόταν πεισματικά να επιστρέψει στον Όλυμπο.

Ο Δίας δεν ήξερε πλέον τι κάνει γι’ αυτό και αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον Βοιωτό ήρωα Αλαλκομενέα ή Αλαλκομένη που ήταν γνωστός για την πολυμάθειά του. Ο Αλαλκομενέας, σαν σοφός που ήταν, τον συμβούλεψε να κόψει ένα κομμάτι ξύλο από «ευκτέανον και παγκάλην δρυν» από το δάσος των βελανιδιών, που υπήρχε στις Αλαλκομενές, και με αυτό να  κατασκευάσει ένα γυναικείο ξύλινο άγαλμα (ξόανο, δαίδαλο). Να το σκεπάσει με νυφικό πέπλο, και να το πάρει πλάι του επάνω σε αμάξι, που θα το έσερναν δυο βόδια και να διαδώσει ότι παντρεύεται την κόρη του Ασωπού Πλάταια. Έτσι και έκανε ο Δίας.

Η Έριδα πληροφορεί την Ήρα ότι ο άντρας της παντρεύεται την Πλάταια και ότι ο κόσμος άρχισε να την προσκυνάει για βασίλισσα του ουρανού και αμέσως κατεβαίνει από τον Κιθαιρώνα γεμάτη ζήλια και θυμό.

αρχαίες εντοιχισμένες πέτρες στον σταθμό
Φτάνοντας στις Πλαταιές και βλέπει τη μεγαλοπρεπή γαμήλια πομπή να περνάει στους δρόμους της πόλης, μουσικούς να τραγουδούν τον υμέναιο (γαμήλιο άσμα), τις Τριτωνίδες νύφες να κουβαλούν το νερό του νυφικού λουτρού και σε ανθοστόλιστο άρμα τον άντρα της να έχει αγκαλιά την πανέμορφη και καταστόλιστη νύφη. Αφρίζοντας από τη ζήλια της πηδάει στο άρμα και ρίχνεται της νύφης και της ξεσκίζει το πέπλο. Σαν είδε όμως αντί νύφης  το ξόανο, ντράπηκε για την ανάρμοστη συμπεριφορά της. Χαμογελάει στο Δία και γελά με τη καρδιά της για το πονηρό κόλπο. Συνεχίζουν ύστερα τη γαμήλια πομπή με νύφη τώρα την Ήρα και τερματίζουν στον Κιθαιρώνα όπου η Ήρα έκαψε το ξόανο.

Σε ανάμνηση αυτού του περιστατικού οι Βοιωτοί γιόρταζαν: 
Τα Μεγάλα Δαίδαλα γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια, στα οποία λάβαιναν μέρος όλοι οι Βοιωτοί στις Πλαταιές. Κάθε πόλη κατασκεύαζε το ξόανό της, 14 ξόανα, γιατί 14 ήσαν οι μεγαλύτερες πόλεις, στη συνέχεια τα μετέφεραν στις όχθες του Ασωπού ποταμού και τα τοποθετούσαν πάνω σε άμαξες.

Έβαζαν το ξόανο ντυμένο νύφη, και δίπλα του καθόταν μια κοπέλα σαν παράνυμφος, η «νυμφεύτρα». Στη συνέχεια οι άμαξες με πομπή, που η σειρά καθοριζόταν με κλήρο, ξεκινούσαν από τις Αλαλκομενές και ανέβαιναν στην κορυφή του Κιθαιρώνα. Ο άρχοντας κάθε πόλης θυσίαζε έναν ταύρο στο Δία και ένα δαμάλι στην Ήρα και οι ιδιώτες μικρά ζώα. Στη συνέχεια οι πανηγυριστές έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν και στο τέλος έκαιγαν επάνω σε μεγάλο ξύλινο βωμό όλα τα δαίδαλα, όπως ακριβώς είχε κάνει και η Ήρα.

Κάθε επτά χρόνια γίνονταν και τα Μικρά Δαίδαλα στις Πλαταιές. Και κάθε χρόνο τα Κοινά Δαίδαλα στις Αλαλκομενές. Η κάθε πόλη της Βοιωτία ετοίμαζε το δικό της δαίδαλο κι όλα μαζί καθαγιάζονταν και θυσιάζονταν στις γιορτές.
 

Το Δαίδαλο-ξόανο ήταν  κατασκευασμένο από τοις βελανιδιές του δάσους των
ιερό του Απόλλωνα
Αλαλκομενών. Η επιλογή του κατάλληλου δένδρου γινόταν από ένα κοράκι. Άφηναν κομμάτια ψημένου κρέατος ανάμεσα στις πανύψηλες βελανιδιές του δάσους των Αλαλκομενών και περίμεναν να δουν σε πιο δέντρο θα πήγαινε το πρώτο κοράκι για να αρπάξει το κρέας, από αυτό το δένδρο θα φτιαχνόταν το ομοίωμα της νύμφης, το οποίο έντυναν, στόλιζαν με νυφικό πέπλο και το περιτριγύριζαν  πάνω σε αμάξι.