Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Καληδώνα Αιτωλοακαρνανίας




 Αν ο δρόμος σας είναι για το Μεσολόγγι κάντε μια στάση στην Αρχαία Καλυδώνα. Μόλις περάσετε τον ποταμό Εύηνο, στην κορυφή του λόφου αντικρίζετε από τα αριστερά σας τον τεράστιο κάμπο και στα δεξιά σας τα ερείπια της άλλοτε ένδοξης Καλυδώνας ( 38.34925, 21.52794).

Αεροφ. της Καλυδώνας από το βιβλίο " Ο αρχαιολογικός χώρος και το Ηρώο της Καλυδώνας"        

Φαίνεται πλησίον του δρόμου το θέατρο. Πάνω από το θέατρο,  στην κορυφή το λόφου, είναι το Λάφριο Ιερό και απέναντι το Ηρώο

 

 Η  Καλυδώνα  υπήρξε μια  από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις της Αρχαίας Αιτωλίας, να βρίσκεται στην παράλια ζώνη της, μεταξύ των αιτωλικών πόλεων Χαλκίδας και Πλευρώνας.

Η κυρίως πόλη εκτεινόταν στις πλαγιές ανάμεσα του λόφου της ακρόπολης και του νοτιότερου λόφου. Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα έρευνες διακρίνονται δύο συνοικίες η Κεντρική πόλη στα ανατολικά και η Κάτω πόλη στα δυτικά, καθώς και ένα μικρό εξωτερικό προάστιο 18 στρεμμάτων στα ΒΔ της πόλης, που περικλείονταν από ξεχωριστό περίβολο.

Η Κεντρική πόλη που βρισκόταν στα ομαλότερα πρανή των δύο λόφων, ήταν οργανωμένη με ορθωγονικό – ιπποδάμειο- σύστημα.

 

Η πόλη διέθετε και λιμάνι που τοποθετείτε κοντά στο σημερινό χωριό Κρυονέρι Ο ρόλος που διαδραμάτισε η πόλη οφείλεται στη στρατηγική της θέση, αφού ήλεγχε το θαλάσσιο δρόμο που οδηγούσε στο Ιόνιο και την Αδριατική, καθώς και το χερσαίο που οδηγούσε από την Ήπειρο στη Ναύπακτο. Χάρη σε αυτή τη θέση γνώρισε μεγάλη πολιτιστική εξέλιξη, δεχόμενη επιδράσεις και από άλλα σημαντικά ελληνικά κέντρα πολιτισμού (π.χ. Κόρινθος).

 

Την πόλη, σύμφωνα με τη μυθολογία, ίδρυσε ο Καλυδών, γιος του Αιτωλού και της Προνόης. Η πρώτη πηγή για την ύπαρξη της πόλης, είναι ο Όμηρος. Στην Ιλιάδα αναφέρεται, πως η Καλυδώνα ήταν η μία από τις πέντε αιτωλικές πόλεις που πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία, μαζί με την με την Πλευρώνα, την Χαλκίδα, την Ώλενο και την Πυλήνη, με δύναμη σαράντα πλοίων υπό τον βασιλιά της Καλυδώνας Θόα και αναφέρεται ως «πετρώδη», «απόγκρεμνη» και «όμορφη».  

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνεται ότι η περιοχή κατοικήθηκε  την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, η οποία φαίνεται ότι συνεχίστηκε σε όλη την εποχή του Χαλκού, αλλά και τους Σκοτεινούς αιώνες (11ος-9ος αι. π.Χ.). Κατά τη Γεωμετρική περίοδο ( 8ος -7ος αι. π.Χ.) αρχίζει η λατρεία στο λόφο που αργότερα θα ιδρυθεί το μεγάλο ιερό της Αρτέμιδας. Κατά  την αρχαϊκή εποχή υπάρχουν στοιχεία για μόνιμη κατοίκηση στην περιοχή της ακρόπολης, όπου λειτουργούσε μικρό ιερό.

Κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή η Καλυδώνα αποτελεί πλέον ισχυρή πόλη , που σταδιακά αναπτύσσεται σε αστικό κέντρο.

Κατά τους Πελοποννησιακούς πολέμους η Καλυδώνα διατήρησε για ένα διάστημα την αυτονομία της. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου πέρασε στα χέρια των Αχαιών και γίνεται μέλος του Αχαϊκού Κοινού. Δυο χρόνια αργότερα (389 π.Χ.) οι Ακαρνάνες βοηθούμενοι από μια μικρή δύναμη Βοιωτών και Αθηναίων προσπαθούν να την καταλάβουν. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, προς ενίσχυση της αχαϊκής φρουράς της πόλης έρχεται ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος και οι Ακαρνάνες απωθούνται. Οι Αχαιοί θα μείνουν στην Καλυδώνα μέχρι το τέλος του 367 ή στις αρχές του 366 π.Χ. όταν οι Αιτωλοί με τη βοήθεια του Επαμεινώνδα την επανακτούν.

 Η πόλη θα αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας, με την εκλογή πολλών καλυδωνίων ως αρχόντων της Συμπολιτείας. Στη διάρκεια του πολέμου των Αιτωλών με τους Μακεδόνες η πόλη καταστράφηκε από τον Φίλιππο τον Ε΄.

Η Καλυδώνα ερημώθηκε οριστικά στα χρόνια του Αυγούστου, όταν ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε υποχρεωτικά στη Νικόπολη. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά την ίδρυση της Νικόπολης, υποχρέωσε τους κατοίκους της Καλυδώνας να μετακομίσουν, ενώ όλοι οι καλλιτεχνικοί θησαυροί της πόλης μεταφέρθηκαν στην Πάτρα. Ο Στράβωνας παρουσιάζει μια εικόνα ολοκληρωτικής καταστροφής σημειώνοντας ότι «…οι δυο σημαντικότερες πόλεις της Αιτωλίας η Καλυδώνα και η Πλευρώνα είναι ταπεινωμένες».

Τα αρχαιολογικά δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η πόλη δεν ερημώθηκε πλήρως. Η λατρεία στο ιερό τέμενος φαίνεται να συνεχίστηκε μέχρι και τον 3ομ.Χ. αι., προφανώς περιορισμένη σε σχέση με τα τελετουργικά της περιόδου ακμής του.

Στους πρώτους πρωτοχριστιανικούς αιώνες καθώς και στα βυζαντινά χρόνια, υπάρχουν στοιχεία κατοίκισης και στην αρχαία πόλη όπως φαίνεται από τα ερείπια μιας βασιλικής και τους πολυάριθμους λάκκους που σχετίζονται με μαγειρική δραστηριότητα.   

Η εικ. είναι από από το βιβλίο " Ο αρχαιολογικός χώρος και το Ηρώο της Καλυδώνας"
 

 

Η οχύρωση της πόλης

 

Η πόλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων ήταν οχυρωμένη με τετράπλευρο περίβολο περίπου 2,35 χλμ.,  που περιέκλειε δύο διαδοχικούς λόφους. Η συνολική έκταση της οχυρωμένης πόλης μαζί με την ακρόπολη ανέρχεται στα 350 περίπου στρέμματα και ο πληθυσμός της έφτανε τους 5.000κατοίκους.

 

Σήμερα το τείχος είναι αρκετά κατεστραμμένο και δεν σώζεται στο αρχικό του ύψος, που υπολογίζεται στα 6μ. Το τείχος ήταν κτισμένο από δυο παρειές (τείχους), εσωτερικό και εξωτερικό  και με τον ενδιάμεσο χώρο γεμάτο από λατύπη και κομμάτια κεραμιδιών. Η εξωτερική πλευρά του τείχους ήταν κτισμένη με επεξεργασμένες πέτρες, με ισόδομο σύστημα, ενώ η εσωτερική παρέμενε ακατέργαστη. Το πάχος του ήταν 1,50 – 3μ. Υπήρχαν 10 πύργοι στα σημαντικότερα σημεία στη βόρεια και ανατολική πλευρά του καθώς και στις πύλες.  Ήταν τετράγωνοι με πλευρές 6,70 -6,90 μ. και προεξείχαν 3 – 6,60 μ. από την εξωτερική όψη του τείχους, και το ύψος τους εκτιμάται στα 12μ Η είσοδος στο εσωτερικό της οχύρωσης γινόταν από 4 πύλες, που βρίσκονταν από 2 στη δυτική και ανατολική πλευρά.

 

 

Η ακρόπολη

 

Στο βορειότερο και ψηλότερο τμήμα σχηματιζόταν ακρόπολη, η οποία χωριζόταν από το υπόλοιπο τμήμα της πόλης με εσωτερικό διατείχισμα. Αποτελούσε το 1/10 της συνολικής έκτασης της πόλης και βρισκόταν στην κορυφή του βορειότερου λόφου, θέση στρατηγική διότι από εκεί μπορούσαν να επιβλέπουν όλη την κοιλάδα και το δέλτα του Εύνου ποταμού. Ο χώρος της ακρόπολης κατοικούνταν συνεχώς από τον 7ο αι. π.Χ.  μέχρι τον 1ο αι. μ. Χ. οπότε και εγκαταλείπεται και κατοικείται ξανά τους βυζαντινούς χρόνους (11ος – 12ος αι. μ. Χ. ). Υπήρχε  μικρό ιερό, προφανώς κατασκευασμένο από ξύλο και ήταν σε χρήση μέχρι τον 3ο αι. π.Χ., οπότε και στον ίδιο χώρο χτίστηκε κτίριο ιδιαίτερα επιμελημένο,  με ψηφιδωτά δάπεδα. 

Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η περιοχή της ακρόπολης τειχίστηκε πρώτη, στα τέλη πιθανόν της αρχαϊκής εποχής ( τέλος 6ου αι. π.Χ.). Ο υπόλοιπος περίβολος πιθανόν να κατασκευάστηκε γύρω στο 400 π.Χ., ενώ ορισμένα τμήματά του ίσως και λίγο νωρίτερα.  

Ο δρόμος που οδηγεί στον αρχαιολ. χώρο μετά το εκδοτήριο των εισιτηρίων.

 




 Ιστορικό των ανασκαφών

 

Η Καλυδώνα μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και γεωγράφους και τα ερείπιά της περιγράφουν πολλοί περιηγητές του 17ου, 18ου και 19ου αι. Η θέση της εντοπίστηκε, με βάση τις περιγραφές του Στράβωνα, από τον W.M. Leake to 1809. Κατά την τοπογραφική έρευνα το 1897, ο W.J. Woodhouse έδωσε την πρώτη αναλυτική περιγραφή της.

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τους Γ. Σωτηριάδη (1908) και Κ. Ρωμαίο (1925) στο ναό, στην ακρόπολη και στο Ηρώο. Το 1926 οι έρευνες συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή του Fr. Poulsen. Το 1932 στην ανασκαφή συμμετείχε και ο E. Dyggve, και ερευνήθηκε κυρίως το Ηρώο.

Aπό το 2001 έως το 2005 ερευνήθηκαν συστηματικά το τείχος και τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης στο πλαίσιο ελληνοδανικής συνεργασίας και τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύτηκαν το 2011. Ένα νέο πρόγραμμα συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Δανών αρχαιολόγων που άρχισε το 2010 και θα ολοκληρωθεί το 2019 επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στη συστηματική ανασκαφή του θεάτρου της Καλυδώνας, υπό τη διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορείας κ. Ολυμπίας Βικάτου

 

 

Μύθοι που σχετίζονται με την Καλυδώνα:

  •       Ο θεός Διόνυσος, ο Οινέας και το αμπέλι

 Κάποτε ο βασιλιάς Οινέας  φιλοξένησε το θεό Διόνυσο  Ευχαριστημένος από τη φιλοξενία του βασιλέα ο Διόνυσος, θέλησε να του κάνει δώρο. Βρήκε σε μια μακρινή χώρα ένα μικρό και τρυφερό κλήμα αμπελιού. Το έβγαλε με προσοχή από το χώμα και τύλιξε ολόγυρα τις ριζούλες του με λάσπη. Ήταν άνοιξη κι έπρεπε να το προφυλάξει από τη ζέστη, να μην ξεραθεί. Έψαξε γύρω και βρήκε ένα μικρό κούφιο κόκαλο. Ήταν ένα κόκαλο αηδονιού. Έβαλε τις ρίζες του φυτού εκεί μέσα και ξεκίνησε για την Αιτωλία. Περπάτησε κάμποσο. Ήταν όμως ακόμα πολύ μακριά και το φυτό μεγάλωνε, όλο μεγάλωνε. Και κάποια στιγμή οι ρίζες του, μεγαλώνοντας αδιάκοπα, έσπασαν με τη δύναμή τους το κόκαλο και πετάχτηκαν έξω.

 

Ο θεός πέταξε τα άχρηστα πια κομμάτια από το κόκαλο του πουλιού κι άρχισε και πάλι να ψάχνει για καμιά θήκη. Βρήκε σε λίγο ένα κόκαλο μεγαλύτερο. Ήταν κόκαλο λιονταριού. Έβαλε τώρα το κλήμα εκεί μέσα και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγες μέρες όμως έγινε το ίδιο. Οι ρίζες του φυτού, που μεγάλωναν αδιάκοπα, έσπασαν το κόκαλο και πετάχτηκαν έξω.

Έψαξε και πάλι γύρω ο Διόνυσος. Τώρα βρήκε ένα κούφιο κόκαλο ακόμα πιο μεγάλο. Ήταν κόκαλο γαϊδάρου. Έβαλε εκεί μέσα το φυτό κι έτσι έφτασε κάποτε στην Αιτωλία και χάρισε το φυτό στον Οινέα. Ο Οινέας φύτεψε το κλήμα κι εκείνο μεγάλωσε και κάρπισε. Από τους καρπούς του, τα ωραία και τραγανά σταφύλια, έγινε μούστος κι από το μούστο κρασί.

 Μα το κρασί πήρε κάτι από τις χάρες και τ’ ανάποδα των ζώων, που μες στο κόκαλό τους τοποθετήθηκε το κλήμα. Έτσι, όποιος πιει κρασί στην αρχή νιώθει ανάλαφρος σαν πουλί και του έρχεται η όρεξη να τραγουδήσει. Αν πιει περισσότερο, θεριεύει σαν λιοντάρι. Κι αν πιει ακόμα πιο πολύ, χάνει κάθε ντροπή και γίνεται σαν το γάιδαρο, που μες στο κόκαλό του τοποθέτησε τελευταία το κλήμα ο Διόνυσος.

  •    Ο Καλυδώνιος Κάπρος

 

 Ο Καλυδώνιος Κάπρος στάλθηκε στην πόλη από τη θεά Άρτεμη για να εκδικηθεί τον βασιλιά Οινέα, που πρόσφερε θυσία σε όλους τους Θεούς πλην εκείνης. Η χώρα υπέφερε από τις καταστροφές, που προξενούσε ο κάπρος και ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα και της Αλθαίας, προσκάλεσε όλους τους ήρωες της αρχαιότητας μαζί και την Αταλάντη, κόρη του Αρκάδα Σχοινέα, στο κυνήγι του Κάπρου. Το έπαθλο για τον νικητή ήταν το δέρμα και το κεφάλι του θηρίου.

Ο Μελέαγρος είχε διδαχτεί την τέχνη του κυνηγιού από τον σοφό Κένταυρο Χείρωνα, ενώ η Αταλάντη δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, αφού ο πατέρας της την εγκατέλειψε στο βουνό όταν γεννήθηκε, και εκείνη μεγάλωσε με το γάλα μιας αρκούδας και έγινε ατρόμητη. 

Το πρώτο χτύπημα ο κάπρος το δέχτηκε από την Αταλάντη αλλά κατασπάραξε τον Υλέα και τον Αγκαίο, πριν τον εξοντώσει ο Μελέαγρος. Το έπαθλο τελικά δόθηκε στην Αταλάντη, πράγμα που δυσαρέστησε τους υπόλοιπους ήρωες. Τότε οι αδελφοί της μητέρας του Μελέαγρου της αφαίρεσαν το έπαθλο. Ο Μελέαγρος θύμωσε με αυτή τους την ενέργεια και σκότωσε τους θείους του, επιστρέφοντας το έπαθλο στην Αταλάντη.

  •    Καλυδώνα- Ηρακλής – Διηάνειρα

Η Καλυδώνα σχετίζεται με το μυθολογικό κύκλο του Ηρακλή. Ο ήρωας όταν κατέβηκε στον Άδη να πάρει τον Κέρβερο συνάντησε τον Μελέαγρο, ο οποίος του ζήτησε να παντευτεί την αδελφή του Διηάνειρα. Ο Ηρακλής πράγματι πήγε στην Καλυδώνα για να τιμήσει την υπόσχεσή του, ωστόσο τη Διηάνειρα είχε ζητήσει σε γάμο και ο Αχελώος, ο  ποτάμιος θεός ο οποίος είχε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται. Συνήθως απεικονίζεται από την μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου αυτού θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά. Ούτε ο Οινέας, αλλά ούτε και η κόρη του ήθελαν αυτό τον γάμο. Ο Ηρακλής ήλθε να δώσει τέλος στο μαρτύριο της Διηάνειρας, αφού την διεκδίκησε για τον εαυτό του. 

 

Ο Αχελώος πάλεψε με τον Ηρακλή και νικήθηκε αφού έχασε το ένα του κέρατο. Ο Αχελώος εγκατέλειψε την πάλη και για να πάρει πίσω το χαμένο του κέρατο πρόσφερε σε αντάλλαγμα το κέρας της Αμάλθειας, το κέρας της αφθονίας,  στον Ηρακλή και ο οποίος με τη σειρά του το χάρισε στον πεθερό του Οινέα.

Στις όχθες του Εύηνου ποταμού ζούσε ο Κένταυρος Νέσσος ο οποίος περνούσε τους διαβάτες στη ράχη του τον ποταμό.  Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να τον σκοτώσει καθώς ο τελευταίος προσπάθησε να βιάσει τη Δηιάνειρα την ώρα που την περνούσε, έχοντάς την στην πλάτη του, από  το ποτάμι.  Η Δηιάνειρα έβαλε τις φωνές, την άκουσε ο Ηρακλής που βρισκόταν στην όχθη και με το φαρμακερό βέλος του τον κτύπησε. Πριν όμως ξεψυχήσει κατόρθωσε και έδωσε στη Δηιάνειρα ένα δήθεν ερωτικό φίλτρο, που θα την προστάτευε από την απιστία του Ηρακλή. Το ερωτικό φίλτρο αυτό ήταν φτιαγμένο από το δηλητηριασμένο αίμα του Νέσσου, διότι το βέλος που τον χτύπησε ήταν βουτηγμένο στο δηλητήριο της Λερναίας ύδρας  και από το σπέρμα του Κενταύρου. Δυστυχώς το ερωτικό φίλτρο προκάλεσε το θάνατο του Ηρακλή όταν η Δηιάνειρα άλειψε τον χιτώνα του με αυτό προκειμένου να μην την εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα, την Ιόλη. Όταν Ηρακλής φόρεσε τον χιτώνα αυτός κόλλησε επάνω στο δέρμα του προκαλώντας του  εγκαύματα. Σωτηρία δεν υπήρχε για τον ήρωα γι αυτό σκαρφάλωσε στην Οίτη όπου ο Φιλοκτήτης  άναψε πυρρά, κατά διαταγή του ήρωα, στην οποία ανέβηκε για να  καεί.   Εκείνη τη στιγμή  που ανέβηκε στην πυρρά ένα σύννεφο τον πήρε και τον πήγε στον Όλυμπο.