Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Σπήλαιο Πιτσών Κορινθίας


Το Σπήλαιο Πιτσών βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 750 μ. κοντά στα χωριά των Άνω Πιτσών και Άνω Λουτρού Ξυλοκάστρου Κορινθίας. Έχει δύο εισόδους, την κύρια, διαστάσεων 0,70 Χ 2,10 μ., καθώς και μία μικρότερη στην οροφή, σε απόσταση περίπου 10 μ. από την κύρια. Το εσωτερικό αποτελείται από μία ευρύχωρη αίθουσα με έντονα κατηφορικό δάπεδο, από την οποία εκκινούν πλευρικοί διάδρομοι, που οδηγούν σε επτά μικρότερες αίθουσες.
Είσοδος του Σπηλαίου
 Το σπήλαιο ανασκάφηκε το 1934 από τους Αναστάσιο Ορλάνδο και Μάρκελο Μητσό, και απέδωσε πολύ σημαντικά ευρήματα, που τεκμηρίωσαν την ιερότητα του χώρου και τη λατρεία των Νυμφών. Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας πραγματοποίησε μικρή συμπληρωματική έρευνα. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι η λατρευτική χρήση του σπηλαίου άρχισε ήδη τον 7ο αιώνα π.Χ. (Γεωμετρική περίοδος) και συνεχίστηκε μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. (Ρωμαϊκή περίοδος).

Η κεραμική εκπροσωπείται κυρίως από πλήθος μικύλλων και άλλους τύπους αφιερωματικών αγγείων, όπως οι κορινθιακοί αρύβαλλοι και οι αττικές μελανόμορφοι λήκυθοι, ως επί το πλείστον. Στα ειδώλια υπερτερούν γυναικείες μορφές, ενώ σπανίζουν οι ανδρικοί τύποι με εξαίρεση την παρουσία Σειληνών και Σατύρων. Μεγάλη ποικιλία διακρίνεται στα ειδώλια ζώων.

Σημαντική θέση κατέχουν αρκετά μεταλλικά αντικείμενα, όπως χάλκινα κάτοπτρα, κοσμήματα και νομίσματα, καθώς και μεγάλος αριθμός οστέινων αστραγάλων.

Τα σημαντικότερα ευρήματα, όμως, χάρη στα οποία το σπήλαιο απέκτησε τη φήμη του, είναι τέσσερις ξύλινοι πίνακες ζωγραφισμένοι με τη μέθοδο της ξηρογραφίας με ορυκτά χρώματα, οι οποίοι χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και αποτελούν μοναδικά έργα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής σε ξύλο. Ο καλύτερα σωζόμενος εξ αυτών παρουσιάζει πομπή θυσίας με γυναίκες και παιδιά, ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα σε λευκό φόντο, και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το σπήλαιο δεν αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο.



 Στις 4 Απριλίου του 1935 στα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών καταχωρήθηκε η παρακάτω ανακοίνωση του Αναστασίου Κ. Ορλάνδου για τα ευρήματα του Σπηλαίου Πιτσάς.




 "Επ’ ευκαιρία των εγκαινίων της νέας αιθούσης του Μουσείου της Σικυώνος, ήτις εντός 5 μεγάλων προθηκών περιέλαβε και τα ευρήματα της ανασκαφής του σπηλαίου Πιτσάς, δεν κρίνω άσκοπον να παραθέσω το ιστορικόν της ανευρέσεώς των και να το συνοδεύσω με μίαν σύντομον περιγραφήν των.

 Κατά το θέρος του 1934 ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί της πλαγιάς του βουνού, το οποίον εκτείνεται κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου και υπεράνω του παρά το Ξυλόκαστρον χωρίου Πιτσάς, εύρεν εντός σπηλαίου, γνωστού εις τους εντοπίους ως Σπηλιά του Σαφτουλή, αρχαίον πήλινον ειδώλιον και τινα θραύσματα αγγείων. Οδηγηθέντες εκ της ενδείξεως αυτής οι δημοδιδάσκαλοι Ντόκας και Σταματόπουλος και ο φοιτητής τότε, Καρούκης, επεσκέφθησαν το σπήλαιον και προχωρήσαντες βαθύτερον συνέλεξαν περί τα 30 τεμάχια ειδωλίων και αγγείων. Μεθ’ ό ειδοποιηθείσης της αρχαιολογικής Εφορείας Ναυπλίου, μετέβη επί τόπου ο τότε επιμελητής των αρχαίων κ. Μ. Μιτσός, όστις και προέβη εις πρώτην έρευναν του σπηλαίου, καθ’ ήν ανεύρε πολλάς δεκάδας θραυσμάτων αγγείων και ειδωλίων και δη και 4 τεμάχια ξυλίνων εζωγραφισμένων πινάκων, τα οποία εκόμισε εις το Υπουργείον Παιδείας.

 Η σπουδαιότης των ευρημάτων ήγαγε την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν, εις την απόφασιν της ενεργείας συστηματικής ερεύνης του σπηλαίου, της οποίας την διεύθυνσιν μου ενεπιστεύθη, του κ. Μιτσού μετασχόντος και πάλιν μετά πολλού ζήλου.
Γυναίκες που συζητούν

 Η έρευνα του σπηλαίου δεν ήτο εύκολος, διότι και βαθύ είναι και σκοτεινόν και με ολισθηρόν το έδαφος. Δια να φθάσω εις το κάτω μέρος όπου είχον κυλισθεί τα αρχαία εδέησε να προσδεθώ δια σχοινίου και να υποστώ αρκετάς εκδοράς εις βάθος είκοσι μέτρων υπό το φως λυχνιών ασετυλίνης, το οποίον προσπίπτον επί των σταλακτιτών, οίτινες εσχημάτιζον τον ουρανόν του σπηλαίου, με μετέφερεν εις έναν εξωτικόν παραμυθένιον κόσμον, όστις μου επροκάλεσε δέος άμα και απόλαυσιν. Η συλλογή των πηλίνων αρχαίων ήτο πολύ επικίνδυνος, διότι τα στάζοντα επί αιώνας ύδατα του σπηλαίου πίπτοντα επί του πυθμένος εσχημάτισαν πέτρωμα, το οποίον περιέλαβε ως σύνδρομα στοιχεία τα θραύσματα των αρχαίων αγγείων και ειδωλίων. Αλλά οι κόποι μας αντημείφθησαν γενναίως. Οκτώ ολόκληρα κιβώτια πετρελαίου εγέμισαν με θραύσματα αγγείων και ειδωλίων, χαλκών και ξυλίνων αντικειμένων, μάλιστα δε πλαγγόνων, τινάς των οποίων δεικνύουν οι εικόνες 1 και 2. Εκ των πλαγγόνων αυτών άλλαι είναι του 7ου και του 6ου π.Χ. αι. ξοανόμορφοι ή δαιδάλειοι, άλλαι δε πάλιν συνήθη προϊόντα του κορινθιακού και του σικυωνίου κοροπλαστικού εργαστηρίου, εν ω άλλαι είναι του αττικού. Υπάρχουν όμως και μερικαί μεταγενέστεραι, ούτως ώστε να συμπληρούται συνεχής σειρά από του 7ου μέχρι του 3ου π.Χ. αιώνος, τουθ’ όπερ αποδεικνύει την επί αιώνας συνεχή εν τω σπηλαίω λατρείαν. Επειδή δε τα πλείστα των ειδωλίων εικονίζουν γυναικείας θεότητας, αρκετά δε και τον Πάνα και τινας επιτόκους γυναίκας, πρέπει να θεωρήσωμεν ως βέβαιον, ότι το σπήλαιον ήτο αφιερωμένον εις τα Νύμφας, τον Πάνα, ίσως δε και την θεάν των τοκετών Ειλείθυιαν, ακόμη και εις χθονίας θεότητας
Σκηνές θυσίας
Η λατρεία άλλως τε των Νυμφών πιστοποιείται και από το μοναδικόν εύρημα των ξυλίνων εζωγραφισμένων πινάκων εκ των οποίων εις, χρονολογούμενος εις τα μέσα του 5ου π. Χ. αιώνος και εικονίζων ταις Νύμφαις. Πλην δε των πηλίνων ειδωλίων θεοτήτων ευρέθησαν και άφθονα ομοιώματα ζώων - αλέκτορες, περιστεραί, κύνες, ίπποι, χοίροι, ακανθόχοιροι, χελώναι, τέττιγες και αρκεταί μικραί σφίγγες. Ευρέθησαν δ’ ωσαύτως και τινα χαλκά, ήτοι δίσκοι κατόπτρων, δακτύλιοι, μικρά αγγεία, αλέκτωρ, οφιόσχημα βραχιόνια και άλλα εξαρτήματα.

Σπουδαίον επίσης εύρημα απετέλεσαν δύο ξύλιναι μικραί πυξίδες με εγχάρακτον διακόσμησιν, ως και μικρά ξυλίνη ολόγλυφος παράστασις δύο μορφών, εκ των οποίων η μία κάθηται. Το σύμπλεγμα τούτο εικονίζει πιθανώτατα τας χθονίας θεότητας, την Δήμητρα και την Κόρην. Ευρέθησαν επίσης και πολλοί οστέινοι αστράγαλοι, αγνύθες, ακόμη δε και καρποί πίτυος (κουκουνάρια) εις τα κατώτερα στρώματα, δεν έλειψαν δ’ αφ’ ετέρου και τα μετά φαγεντιανής εφυαλώσεως ευρήματα, αρύβαλλοι, ακανθόχοιροι και μικρόν άρμα συρόμενον υπό σφιγγών. Τέλος ευρέθησαν και τινα νομίσματα Σικυώνος τα περισσότερα και Κορίνθου και εν βοιωτικόν. Αλλά και αγγείων ήλθεν εις φως μέγα πλήθος, εκ των οποίων αρχαιότερον μεν είναι θραύσμα υστεροελλαδικής εποχής, τα πλείστα όμως είναι του κορινθιακού εργαστηρίου, ως επί το πολύ πυξίδες αντιπροσωπεύονται δε εις αυτά όλαι αι εποχαί, πλεονάζουν όμως τα του λεγομένου ανατολίζοντος ρυθμού, πολλά των οποίων φέρουσιν ωραιοτάτην διακόσμησιν. Υπάρχουσιν ωσαύτως και αττικά μελανόμορφα ληκύθια με παράστασιν κενταύρων, ως και ερυθρόμορφα θραύσματα κρατήρων και αμφορέων. Σκύφων δε των καλουμένων εμβρύων ευρέθησαν εκατοντάδες, ως και πολλαί ανάγλυφοι σφίγγες και άλλα θηρία πραγματικά και φανταστικά. Ταύτα πάντα, επιμελώς καταταχθέντα εσχάτως, κοσμούσι σήμερον ιδιαιτέραν αίθουσαν του μουσείου της Σικυώνος, το οποίον και μόνον χάριν των νέων ευρημάτων αξίζει τον κόπον μιας επισκέψεως".

Λεπτομέρεια του πίνακα γυναίκες που συνομιλούν

φωτ. ΑΘΗΝΟΛΟΓΙΟ
Λεπτομέρεια του πίνακα συνομιλίες γυναικών
ΠΗΓΕΣ: Υπουργείο Πολιτισμού