Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Το μίσος της Ήρας για τον Ηρακλή και ο Θάνατος των παιδιών του



Ο Ηρακλής ζούσε στη Θήβα ήσυχα με τη Μεγάρα και τα οχτώ ή όπως λένε άλλοι πέντε παιδιά τους, και τα ονόματά τους είναι: Αντίμαχος, Κλύμενος, Γλήνος, Θηρίμαχος και Κρεοντιάδης. Όμως η Ήρα, με το ακοίμητο μίσος εναντίον του Ηρακλή, θέλησε να του χαλάσει αυτή την ησυχία. Του έστειλε μια μανία για φόνο και καταστροφή. Σε μια στιγμή που κυριεύτηκε από μανία αυτή θεώρησε τη γυναίκα του και τα παιδιά τους εχθρούς, και με το τόξο τους σκότωσε τα παιδιά του και τα παιδιά του Ιφικλή. Σώθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ιφικλή, ο Ιόλαος, γιατί κατάφερε ο πατέρας του να τον απομακρύνει. Ακόμη απείλησε να σκοτώσει τον Αμφιτρύωνα, αλλά εκείνη τη στιγμή τον σταμάτησε η θεά Αθηνά ρίχνοντάς του μια πέτρα στο στήθος. Η πέτρα αυτή ονομάστηκε  «λίθος σωφρινιστήρ», και τον έριξε σε βαθύ ύπνο, παρόμοιο με θάνατο. Όταν ξύπνησε η μανία του τού είχε περάσει. Σαν φονιάς που ήταν έπρεπε να φύγει από την πόλη και να πάει αλλού για να εξαγνιστεί. Πρώτα πήγε στον ανεπίσημο πεθερό του, τον Θέσπιο, αφού τον καθάρισε από μίασμα του φόνου των δικών του, πήρε το δρόμο για το μαντείο των Δελφών.

Στο μαντείο πήγε για να ρωτήσει που πρέπει να αναζητήσει καινούρια κατοικία. Το μαντείο του είπε να πάει στην Τίρυνθα, στη γη των πατέρων του, και να υπηρετήσει πιστά για 12 χρόνια τον Ευρυσθέα, που βασίλευε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και το Άργος και να κάνει τους δώδεκα άθλους που του αναθέσει εκείνος. Όταν κάνει όλα αυτά θα αποκτήσει την αθανασία και θα ανεβεί στον Όλυμπο μαζί με τους αθανάτους. Λέγεται ότι τότε για πρώτη φορά η Πυθία του έδωσε το όνομα Ηρακλής, γιατί θα αποκτούσε ατέλειωτη δόξα (κλέος) με το να δίνει ωφέλεια (ήρα) στους ανθρώπους μέχρι τότε ονομαζόταν Αλκείδης.

Όσο δύσκολοι και αν του φανούν οι άθλοι στο τέλος θα του προσφέρουν το δώρο της αθανασίας και θα γίνει η αιτία να ανέβει στον Όλυμπο μαζί με τους άλλους αθανάτους.

Ο Ηρακλής σκοτώνει το λιοντάρι του Κιθαιρώνα και αντιμετωπίζει τους Ορχομένιους



Στα 18 του ο Ηρακλής έκανε το πρώτο του κατόρθωμα. Είχε εμφανιστεί στην περιοχή της Θήβας ένα λιοντάρι που είχε τη φωλιά του στον Κιθαιρώνα και το οποίο κατασπάραζε τα βόδια του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου. Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το λιοντάρι γιατί ήταν άγριο πολύ.

Θεσπιές
Πήγε ο Ηρακλής στις Θεσπιές για να αντιμετωπίσει το λιοντάρι.  Εκεί, τον φιλοξένησε, για 50 μέρες ο βασιλιάς Θέσπιος μέχρι να σκοτώσει το λιοντάρι. Ο Θέσπιος ήθελε οι 50 κόρες του, οι Θεσπιάδες όπως τις αποκαλούσαν,  να αποκτήσουν παιδί από τον Ηρακλή, γι' αυτό και τον υποχρέωσε να κοιμηθεί με τις κόρες του. Μια μόνο αρνήθηκε και ο Ηρακλής το θεώρησε προσβολή και την τιμώρησε να μείνει σε όλη της τη ζωή παρθένα και να τον υπηρετεί ως ιέρεια σε ιερό που ιδρύθηκε προς τιμήν του στις Θεσπιές, όταν σκότωσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα.

Σαρδηνία
Σαρηνία σκότωσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα ο Ηρακλής, άφησε το Θέσπιο και τις 50 κόρες του, από τις οποίες γεννήθηκαν 50 παιδιά, η μια απέκτησε δίδυμα.

 Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά του Ηρακλή πήγαν με οδηγό τους τον Ιόλαο στη Σαρδηνία, όπου ίδρυσαν αποικία. Δύο μόνο έμειναν στις Θεσπιές και άλλα δύο πήγαν στη Θήβα. Αυτά που πήγαν στη Σαρδηνία μυθολογείται ότι έζησαν πολλά χρόνια και όταν έφθασε η τελευταία στιγμή της ζωής τους καταλήφθηκαν από ένα βαθύ αιώνιο ύπνο και δεν ξύπνησαν ποτέ πια. Απέφυγαν έτσι την αποσύνθεση του τάφου ή την αποτέφρωση της πυράς.



Στο δρόμο της επιστροφής του ο Ηρακλής για τη Θήβα συνάντησε τους απεσταλμένους το βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου, που πήγαιναν να εισπράξουν από τους Θηβαίους φόρο. Το φόρο αυτό τον πλήρωναν οι Θηβαίοι γιατί κάποτε στην Ογχηστό, στο ναό του Ποσειδώνα, με μια πέτρα ο ηνίοχος του Μενοικέα, βασιλιά της Θήβας, σκότωσε τον Κλύμενο, βασιλιά του Ορχομενού. Πριν πεθάνει ο Κλύμενος έδωσε εντολή στο γιο του, Εργίνο, να πάρει εκδίκηση από τους Θηβαίους. Πράγματι ο Εργίνος μάζεψε στρατό και ξεκίνησε για τη Θήβα. Στη μάχη που έγινε νίκησαν οι Μινύες, οι κάτοικοι του Ορχομενού, και υποχρέωσαν τους Θηβαίους να στέλνουν στον Εργίνο πρόστιμο εκατό βόδια το χρόνο για 20 χρόνια.

Αυτούς λοιπόν συνάντησε ο Ηρακλής και θέλησε να τους εμποδίσει να εισπράξουν το φόρο. Έγινε συμπλοκή και ο Ηρακλής αφού τους νίκησε, τους έκοψε τις μύτες και τα αυτιά, τους τα πέρασε αρμαθιά στο λαιμό, τους έδεσε τα χέρια πίσω και τους έστειλε στον Ορχομενό, λέγοντάς του πως αυτός είναι ο φόρος που πρέπει να δώσουν στον Εργίνο και στους Μινύες. 
Ο Εργίνος όταν είδε τους απεσταλμένους του έτσι ζήτησε από τον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβα, να του παραδώσει αυτόν που έκανε αυτή την πράξη. Ο Ηρακλής μάζεψε τους συνομηλίκους του και ετοίμασε την άμυνά του γιατί περίμενε πως οι Μινύες θα έρχονταν στη Θήβα. Λέγεται ότι δεν υπήρχαν όπλα στην πόλη για εξοπλιστούν, γι' αυτό πήγαν στους ναούς και πήραν τα όπλα που είχαν αφιερώσει ο πρόγονοί τους στους θεούς ως λάφυρα.

Πράγματι ο Εργίνος πήγε εναντίον της Θήβας. Ο Ηρακλής είχε πιάσει ένα στενό πέρασμα κοντά στην πόλη και εκεί νίκησε τον Εργίνο, τον οποίο και σκότωσε. Το κατόρθωμα αυτό του Ηρακλή προκάλεσε σε όλους το θαυμασμό και τον θεώρησαν λυτρωτή της Θήβας. Για αμοιβή ο Κρέοντας του έδωσε γυναίκα του τη Μεγάρα και του παρέδωσε την εξουσία της πόλης.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ο Ηρακλής στον Κιθαιρώνα, οι δάσκαλοί του, η Αρετή και η Κακία



Ο Ηρακλής πάει μουσική

Ο Ηρακλής μεγάλωνε και έφτασε στην ηλικία που έπρεπε να πάρει την εκπαίδευσή του. Είχε τους καλύτερους δασκάλους της εποχής εκείνης. Στα γράμματα και κιθάρα έμαθε από το Λίνο, τοξοβολία έμαθε από τον Εύρυτο, εγγονός του Απόλλωνα από την Οιχαλία, πάλη και πυγμή ο Αυτόλυκος, ο γιος του Ερμή. Την τέχνη της ιππασίας και της αρματοδρομίας του την έμαθε ο ίδιος ο Αμφιτρύωνας. Από τον  Κάστορα  να χρησιμοποιεί τα όπλα στη μάχη, το δόρυ και την ασπίδα. Δάσκαλός του ήταν και ο Ραδάμανθυς, ο οποίος του δίδαξε τη σοφία. Όταν τελείωσε την εκπαίδευσή του τον έστειλαν στο βασιλιά Θέσπιο για πρακτική εξάσκηση και έμεινε εκεί περίπου τέσσερα χρόνια.

Λέγεται ότι μια μέρα που ο δασκαλός του Λίνος του έκανε παρατήρηση ότι δεν έπαιζε καλά κιθάρα εκείνος θύμωσε, τον χτύπησε στο κεφάλι με την κιθάρα και τον σκότωσε. Ο Ηρακλής κατηγορήθηκε για φόνο, αλλά επικαλέστηκε ένα νόμο του Ραδάμανθυ, που έλεγε πως όποιος σκοτώσει κάποιον πάνω στην άμυνα αυτόν που άρχισε πρώτος τον τσακωμό, δεν είναι ένοχος. Έτσι ο Ηρακλής απαλλάχτηκε από την κατηγορία. Όμως ο Αμφιτρύωνας φοβήθηκε μήπως ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και τον έστειλε να φυλάει τα κοπάδια του στον Κιθαιρώνα και έτσι ο Ηρακλής πέρασε ένα μέρος της εφηβείας του απομονωμένος από τους ανθρώπους και καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο ρωμαλέος.
 


Λέγεται ότι μια μέρα ,που βρισκόταν στον Κιθαιρώνα, συνάντησε στο δρόμο του δυο μεγαλόσωμες και πανύψηλες γυναίκες. Η μια ήταν σεμνή και λευκοντυμένη και η άλλη φτιασιδωμένη και προκλητική. Αυτή έτρεξε πρώτη και του συστήθηκε: «Ευδαιμονία με λένε οι φίλοι μου, Κακία οι εχθροί μου. Αν με κάνεις φίλη, θα σου φέρω όλες τις χαρές. Μοναδική σου φροντίδα θα είναι τι να φας  και τι να πιεις, τι ευχάριστο να απολαύσεις και πως θα ζεις χωρίς κόπο». Ύστερα πλησίασε η δεύτερη και του συστήθηκε κι αυτή: «Αρετή με ονομάζουν και αν με ακολουθήσεις θα κοπιάσεις, θα κάνεις έργα δύσκολα για να ευεργετήσεις τους άλλους και όχι μόνο τον εαυτό σου, και πολύ θα μοχθήσεις, αλλά για όλα αυτά θα σε προστατεύουν οι θεοί, θα σε αγαπούν οι φίλοι, θα δοξαστείς μέσα στην Ελλάδα, θα ωφελήσεις τον εαυτό σου και θα σε ευγνωμονούν οι άνθρωποι». Κάθε μια από τις δυο αυτές επιβλητικές γυναικά προσπαθούσε να τον πείσει και να τον πάρει με το μέρος της. Στο τέλος ο Ηρακλής διάλεξε . Άπλωσε το χέρι το κι έπιασε εκείνο της Αρετής. « Το δικό σου δρόμο θα ακολουθήσω». Είπε. 




Η γέννηση του Ηρακλή



Δίας και Αλκμήνη
Ο Δίας είδε μια μέρα την όμορφη Αλκμήνη και αποφάσισε να την κάνει δική του. Ήθελε να κάνει μαζί της τον πιο γενναίο και πιο δυνατό ανάμεσα στους θνητούς, αυτόν που θα γινόταν λυτρωτής των ανθρώπων από τα δεινά. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Αμφιτρύωνα πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα, όπως θα ήταν καθώς όταν θα γύριζε από την εκστρατεία, και ένα βράδυ εμφανίστηκε στην πόρτα της, ενώ γύρω του έβρεχε χρυσή βροχή.

Στο ένα χέρι του κρατούσε χρυσό κύπελλο και στο άλλο ένα περιδέραιο. Η Αλκμήνη ξεγελάστηκε και νόμισε ότι ήταν ο Αμφιτρύωνας, γι' αυτό του ζήτησε να της πει όλα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ο Δίας σαν θεός που ήταν της τα διηγήθηκε και αφού της έδωσε τα δώρα κοιμήθηκε μαζί της

Δίας
Ο Δίας όμως είχε παρακαλέσει τον Ήλιο να μη βγει τρεις μέρες. Έτσι η νύχτα κράτησε όσο τρεις νύχτες. Γι' αυτό ο Ηρακλής, που γεννήθηκε από αυτή τη νύχτα ονομάστηκε "τριέσπσερος" γιατί χρειάστηκαν τρεις νύχτες για τη σύλληψή του και "τρισέληνος", γιατί βγήκε τρεις φορές απανωτά το φεγγάρι χωρίς να γίνει μέρα. Μετά ο Δίας εξαφανίστηκε πριν επιστρέψει ο Αμφιτρύωνας.

           Την ίδια νύχτα ήρθε και ο Αμφιτρύωνας νικητής από τον πόλεμο, αλλά η Αλκμήνη δεν τον υποδέχτηκε όπως περίμενε ο Αμφιτρύωνας. Την ρώτησε να μάθει για πιο λόγο δεν ήταν καλή μαζί του. Η Αλκμήνη παραξενεύτηκε, και με την σειρά του τον ρώτησε γιατί παραπονιόταν αφού πριν από λίγο είχαν πλαγιάσει μαζί και μάλιστα του έδειξε και το χρυσό κύπελλο. Ο Αμφιτρύωνας αρνιόταν και ορκιζόταν πως δεν είχε ξαναρθεί το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της ούτε της είχε δώσει κανένα χρυσό κύπελλο. Αποδείξει για όλα αυτά, έλεγε, ήταν το χρυσό κύπελλο που της έφερνε δώρο από τα λάφυρα ήταν μέσα στο κιβώτιο. ‘Οταν όμως άνοιξαν το κιβώτιο το κύπελλο δεν ήταν εκεί.




Η Αλκμήνη στην πυρά με βροχή
Ο Αμφιτρύωνας δεν ήξερε τι να πει γι' αυτό πήγε και ζήτησε βοήθεια από το μάντη Τειρεσία, ο οποίος του είπε ότι ο Δίας ήταν εκείνος που είχε πάρει τη μορφή του και ενώθηκε με την Αλκμήνη. Έτσι τον Ηρακλή τον συνέλαβε με τον Δία και τον Ιφικλή με τον Αμφιτρύωνα.

 Άλλη παραλλαγή του μύθου λέει ότι ο Αμφιτρύωνας δεν πίστεψε την Αλκμήνη και θύμωσε πολύ για την απιστία της, γι' αυτό άναψε φωτιά με τη βοήθεια του Αντήνορα για να κάψει την άπιστη γυναίκα του. Ο Δίας όμως εξακόντισε τον κεραυνό του, που πέφτει μπροστά στη σωρό των ξύλων, και στέλνει σύννεφα που φέρνουν βροχή για να σβήσουν οι φλόγες.
 
Η γέννηση του Ηρακλή 


Ο καιρός περνούσε και ήρθε η μέρα που η Αλκμήνη θα γεννούσε. Κάλεσε ο Δίας τους άλλους θεούς γύρω του και καυχήθηκε πως το παιδί που θα έφερνε τη μέρα εκείνη στο φως η Ειλείθυια, η θεά της γέννας, θα εξουσίαζε όλους τους άλλους, γιατί ήταν από τη δική του γενιά. Η Ήρα που είχε μάθει τα κατορθώματα του Δία είχε καταστρώσει κιόλας ένα σχέδιο για να τον εξαπατήσει, καμώθηκε πως δεν το πίστευε και τον παρακάλεσε να ορκιστεί ότι πράγματι αυτός που θα γεννιόταν πρώτος αυτή τη μέρα θα κυριαρχούσε σε όλους τους γείτονες.


Ο Ηρακλής και ο Ιφικλής με τα φίδια
Το σχέδιό της ήταν να καθυστερήσει την Αλκμήνη να γεννήσει από τη μια και από την άλλη να επιταχύνει τη γέννα της Νικίππης, της γυναίκας του Σθένελου. Διέταξε τις Mοίρες και την Ειλείθυια να καθυστερήσουν τη γέννηση του παιδιού της Αλκμήνης ώστε να γεννήσει πρώτη η Νικίππη. Έτσι και έγινε. Μέχρι να γεννήσει τον Ευρυσθέα η Νικίππη οι Μοίρες και η Ειλείθυια κάθονταν μπροστά στην πόρτα της Αλκμήνης έχοντας δέσει τα χέρια τους γύρω από τα γόνατά τους. Καθώς κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα πέρασε μια νυφίτσα από μπροστά τους και τότε αυτές τρόμαξαν και έλυσαν τα χέρια τους και αμέσως η Αλκμήνη γέννησε. Παρ' όλα αυτά η Ήρα είχε πετύχει το σκοπό της και ο Ηρακλή είχε γεννηθεί δεύτερος. Μια μέρα μετά από τη γέννηση του Ηρακλή γεννήθηκε και ο αδελφός του Ιφικλής.

Αφού γέννησε η Αλκμήνη, φοβήθηκε την ζήλια της Ήρας και αποφάσισε να μην κρατήσει το παιδί. Πήγε και άφησε το βρέφος σε ένα άλσος που ονομαζόταν "πεδίον Ηράκλειον". Σε λίγο πέρασε από εκεί η Ήρα και η Αθηνά, είδαν το βρέφος και θαύμασαν τη μορφή του. Η Αθηνά έπεισε την Ήρα να το βυζάξει. Καθώς όμως η Ήρα του έδωσε το στήθος το μωρό το δάγκωσε δυνατά και η Ήρα το πέταξε κάτω. Η Αθηνά τότε το σήκωσε και το πήγε στην μητέρα του.


Η Ήρα θηλάζει τον Ηρακλή
Μια άλλη παραλλαγή του μύθου λέει ότι ο Ερμής πήγε κρυφά τον Ηρακλή στην Ήρα, όταν αυτή κοιμόταν, και τον έβαλε στο στήθος της για να το θηλάσει. Το παιδί όμως δάγκωσε το στήθος και η Ήρα από τον πόνο πετάχτηκε από τον ύπνο της, πέταξε το παιδί κάτω και από τα γάλα που χύθηκε από το στήθος της σχηματίστηκε ο γαλαξίας.

Ηρακλής και Αμφιτρύωνας
ρα δεν ξέχασε ποτέ το θυμό της και ήθελε να ξεκάνει τον Ηρακλή. Ένα βράδυ που τα δυο αδέλφια κοιμόντουσαν ήσυχα στη κούνια, που ήταν μια ασπίδα, έστειλε δυο μεγάλα φίδια για να κατασπαράξουν τα βρέφη. Μα ξαφνικά, με τη θέληση του Δία, ένα φως έλουσε το δωμάτιο και τα παιδιά ξύπνησαν. Ο Ιφικλής μόλις είδε τα φίδια άρχισε να κλαίει ενώ ο Ηρακλής δε φοβήθηκε καθόλου, έπιασε τα φίδια από το λαιμό τους και τα έπνιξε. Άκουσε η Αλκμήνη τα κλάματα του Ιφικλή και έτρεξε αναστατωμένη στο δωμάτιο των παιδιών. Μόλις είδε τα πνιγμένα φίδια, τα οποία ακόμη κρατούσε ο Ηρακλής έβαλε μια δυνατή φωνή που έκανε και τον Αμφιτρύωνα να πεταχτεί από τον ύπνο του. Βλέποντας τον Ηρακλή να κρατά γελαστός τα φίδια βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν παιδί του Δία.