Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Αρχαία Μαντίνεια και ο τάφος του Επαμεινώνδα

Ο Αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μαντινείας βρίσκεται 14 χιλ. από την Τρίπολη  στη θέση Παλαιόπολη. Η αρχαία Μαντινεία ήταν μαζί με την Τεγέα οι σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας για μια μεγάλη περίοδο. Τα ερείπια της “αρχαιότατης και μεγίστης πόλεως των κατά την Αρκαδία” κατά τον Πολύβιο, αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές που έγιναν το 1887-1889 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. 
 Η αρχαία πόλη ονομαζόταν Μαντινέα, ενώ στην Ιωνική διάλεκτο ονομαζόταν Μαντινέη και στην Αττική Μαντίνεια. Το όνομά της ετυμολογείται από τον επώνυμο ήρωα και πρώτο οικιστή της Μαντινέα. Ονομάστηκε επίσης και Πελασγία από τον πρώτο βασιλιά της περιοχής, τον Πελασγό. Από το 223 π.Χ. έως το 125 μ.Χ. μετονομάστηκε σε Αντιγόνεια και οι κάτοικοι Αντιγονείς. Το 125 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφτηκε την πόλη και επανέφερε την ονομασία Μαντίνεια.
H ετυμολογία της λέξης Μαντινεία σχετίζεται επίσης με τη λέξη "μάντις". Είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στα πλούσια ιερά της περιοχής που κάλυπτε η αρχαία Μαντινεία να υπήρχε μαντείο φημισμένο για την εποχή εκείνη, όπου ιέρεια ήταν η Διοτίμα. Η Διοτίμα είναι γνωστή από το Πλατωνικό Συμπόσιο όπου ο Σωκράτης δηλώνει ότι η Διοτίμα ήταν σοφή γυναίκα από τη Μαντινεία, που κάποτε κράτησε μακριά από την Αθήνα έναν λοιμό κι ότι αυτή του δίδαξε τα «ερωτικά». Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο υπάρχει άγαλμά της από την αρχαία Μαντινεία που κρατά στα χέρια της συκώτι ένδειξη ότι  ταν μάντις.
 Στον αρχαιολογικό οδηγό " Μαντίνεια " της αρχαιολόγου:Αννα - Βασιλική Καραπαναγιώτου διαβάζουμε ότι" η Μαντίνεια αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «σχεδιασμένης» πόλης, μίας πόλης δηλαδή που ιδρύθηκε εξ αρχής με βάση κάποιο σχέδιο, το οποίο δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει την ισότητα των μελών της νέας πόλης, αφού αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές εστίες και να εγκατασταθούν στη νέα πόλη.

 Οι γεωσκοπικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από το Εργαστήριο Γεωφυσικής

- Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών υπέδειξαν το ρυμοτομικό σχέδιο της Μαντίνειας.

·        Παράλληλες οδοί κατά τον άξονα Ανατολή Δύση διατρέχουν όλη την αστική περιοχή και απέχουν μεταξύ τους σταθερά 60 μέτρα.

·        Ανάλογες παράλληλες οδοί διέτρεχαν την πόλη από Βορρά προς Νότο αλλά η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών οδών δεν παρουσιάζει την ίδια κανονικότητα.

Από τις ελάχιστες σωστικές ανασκαφές μέσα στον πολεοδομικό ιστό έχει εξακριβωθεί ότι το πλάτος ορισμένων τουλάχιστον οδών ανερχόταν σε 8 μέτρα συμπεριλαμβανομένων και των πεζοδρομίων.

Με βάση υπολογισμούς που έχουν γίνει κατά την κλασική εποχή ο πληθυσμός του άστεως ανερχόταν σε 14.000 άτομα συνολικά, μεταξύ αυτών 7.000 ήταν οι πολίτες, δηλαδή άνδρες άνω των 20 ετών.

Λίγο ανατολικότερα από το κέντρο περίπου της αρχαίας πόλης εκτεινόταν η Αγορά, το πολιτικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο της Μαντίνειας. Η επιλογή για δημιουργία του δημόσιου χώρου στο κέντρο περίπου του άστεως διευκόλυνε τη γρήγορη συγκέντρωση του μάχιμου πληθυσμού της πόλης, τη συγκέντρωσή του και τη διοχέτευσή του στα απειλούμενα σημεία του τείχους της πόλης".


 Τα νομίσματα ( Πηγή: "Μαντίνεια - Αρχαιολογικός οδηγός":Αννα - Βασιλική Καραπαναγιώτου) 

Το νομισματοκοπείο της Μαντίνειας φαίνεται ότι ξεκίνησε τη λειτουργία του στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και η δραστηριότητά του καθορίστηκε από τις ιστορικές εξελίξεις που επηρέασαν την πόλη.

Η θεματολογία των συμβόλων που χρησιμοποιήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων ποικίλει. Αρχικά αντλείται από την αρκαδική μυθολογία επιλέγοντας τις απεικονίσεις του μυθικού βασιλιά Λυκάονα και της κόρης του Καλλιστούς, στο μύθο της οποίας παραπέμπει και η μορφή της αρκούδας, που συναντάται στις πρώιμες μαντινειακές κοπές.

Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, δε, εμφανίζεται και η μορφή του γιού της Καλλιστούς Αρκά, γενάρχη των Αρκάδων.

 Ως προς τη θρησκευτική παράδοση οι επιλογές αφορούν στη συντριπτική πλειονότητά τους στη μορφή της Αθηνάς και του Ίππιου Ποσειδώνα ενώ σε μεμονωμένες κοπές απεικονίζονται ο Ερμής και οι Διόσκουροι.

Στην περίπτωση του Ίππιου Ποσειδώνα, που ήταν ο προστάτης θεός της πόλης, χρησιμοποιήθηκαν εναλλακτικά σύμβολα, όπως το κεφάλι αλόγου, το δελφίνι και η τρίαινα. Οι θρησκευτικές αναφορές συμπληρώνονται με την παρουσία     βωμών σε δύο κοπές. Η χλωρίδα της περιοχής εκπροσωπείται από το βελανίδι, που συναντάται συχνά στα πρώιμα νομίσματα της πόλης. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στη μορφή πολεμιστή που χορεύει τον πυρρίχιο χορό, παράσταση που συναντάται σε περιορισμένο αριθμό αργυρών και χάλκινων νομισμάτων.

Συμπληρωματικά των παραστάσεων ως προς τη δήλωση του νομισματοκοπείου λειτουργούν οι επιγραφές που εμφανίζονται συνήθως στη πίσω όψη των νομισμάτων. Στη Μαντίνεια χρησιμοποιούνται οι Μ, ΜΑ, ΜΑΝ, ΜΑΝΤ, ΜΑΝΤΙ ή ΜΑΝΤΙΝ ανάλογα με τον τύπο του νομίσματος και την περίοδο κοπής του.

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη της Μαντίνειας έκοψε χάλκινα νομίσματα μόνο κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. υπό τον Σεπτίμιο Σεβήρο (193-211 μ.Χ.), τη σύζυγό του Ιουλία Δόμνα, τον Καρακάλλα (211- 217 μ.Χ.), τη σύζυγό του Πλαυτίλλα και τον Γέτα. Στην πίσω όψη των νομισμάτων απεικονίζονται θεότητες σχετικές με την τοπική λατρεία, όπως ο Ασκληπιός, η Υγεία, ο Απόλλωνας, η Άρτεμη και ο Δίας αλλά και μορφές, όπως η Τύχη και η Νίκη.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει σε μία σειρά νομισμάτων αφιερωμένων στον Αντίνοο, η λατρεία του οποίου στην πόλη της Μαντίνειας έτυχε ιδιαίτερης απήχησης. Ο περιηγητής Παυσανίας (8.9.7-9) αναφέρει την ύπαρξη ναού στην πόλη και την οργάνωση αγώνων προς τιμήν του. Με αφορμή τα πρώτα Αντινόεια (134 μ.Χ.) χάρις στη χορηγία ενός ευεργέτη με το όνομα Βετούριος κυκλοφόρησαν νομίσματα που απεικονίζουν την προτομή του Αντίνοου και ένα άλογο σε καλπασμό. Την παράσταση συμπληρώνει η επιγραφή ΒΕΤΟΥΡΙΟC TOIC APKAC

Οι ανασκαφές του Γάλλου αρχαιολόγου Fougeres   έφεραν στο φως σχεδόν ολόκληρα τα τείχη της πόλης με τους πύργους και τις πύλες, καθώς και την Αγορά, έναν ορθογώνιο χώρο, όπου κατέληγαν οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης. Σε έναν από τους δρόμους, την οδό της Τεγέας, υπήρχε μεγάλη στοά με κίονες.

 Στις ίδιες ανασκαφές αποκαλύφθηκε αρχαίο θέατρο κοντά στην Αγορά, η σκηνή του οποίου διατηρείται σήμερα ανέπαφη. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης τους ναούς του Ηραίου και του Σωτήρος Διός, το Βουλευτήριο, πλήθος γλυπτών (έργα και του Πραξιτέλη), που φυλάσσονται στο εθνικό Μουσείο των Αθηνών, όπως και μια Βυζαντινή εκκλησία.

 
 Το θέατρο (Νο 3)
Από το θέατρο έχει ανασκαφεί η σκηνή, η οποία σώζεται άθικτη, η ορχήστρα και μερικά από τα χαμηλότερα χτιστά εδώλια του κοίλου.  Είναι ένα από τα ελάχιστα θέατρα της κυρίως Ελλάδας που για την κατασκευή του κοίλου σχηματίστηκε τεχνητή επίχωση, επειδή η πόλη βρισκόταν σε τελείως επίπεδο χώρο
Υπολογίζεται ότι το κοίλο του θεάτρου διάθετε στην τελική μορφή του 32 σειρές εδωλίων. Σήμερα σώζονται μόνο οι κατώτερες σειρές, οι οποίες χωρίζονται, με 8 κλίμακες, σε 7 κερκίδες. Για την κατασκευή των καθισμάτων των θεατών χρησιμοποιήθηκε ντόπιος ασβεστόλιθος αλλά και λευκό μάρμαρο. Η προσέλευση των θεατών στο κοίλο γινόταν από 4 συνολικά εισόδους που υπήρχαν στο πίσω μέρος του ημικυκλικού αναλημματικού τοίχου, του οποίου διατηρούνται μερικά μέρη. Η διάμετρος του αναλήμματος είναι 67 μ. και η ακτίνα της ορχήστρας 10,87 μ.
 


Στη χωμάτινη ορχήστρα, που ελάμβαναν χώρα τα δρώμενα, αποκαλύφθηκαν πρόσφατα οι λίθινες ορθογώνιες βάσεις των δύο θρόνων  που προορίζονταν για τους αξιωματούχους. Πίσω από την ορχήστρα σώζονται τα θεμέλια του συγκροτήματος σκηνής – προσκηνίου για τα σκηνικά και τους ηθοποιούς.

Κατά τις γαλλικές ανασκαφές στο χώρο του θεάτρου περισυνελέγησαν πήλινα κυκλικά, ημικυκλικά, ορθογώνια και ελλειψοειδή δελτία ταυτότητας, τα οποία φέρουν στην μία όψη το όνομα και το πατρώνυμο του κατόχου και στην άλλη όψη ένα από τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου Προορίζονταν για τους εκπροσώπους των Μαντινέων στις συνελεύσεις και χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ. Το θέατρο, λοιπόν, εκτός από ανοικτός χώρος παρακολούθησης δρωμένων, προοριζόταν αρχικά για δημόσιες συνελεύσεις των αντιπροσώπων των πολιτών.

Ηανέγερση του θεάτρου χρονολογείται συνήθως μετά την επανίδρυση της πόλης το 370 π.Χ., δεν αποκλείεται όμως, το μνημείο να ιδρύθηκε στο χώρο ήδη τον 5ο αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά θέατρο, του οποίου η χωρητικότητα υπολογίζεται σε 6.200 θεατές. Το αρχαίο θέατρο χρησιμοποιείται περιστασιακά σήμερα για ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων.

 

 Ναός της Ήρας (Νο 9)

Eισερχόμενος ο επισκέπτης από το Θέατρο στον κυρίως χώρο της Aγοράς της Mαντίνειας αντικρύζει σε μικρή απόσταση ανατολικά της νότιας παρόδου του μνημείου τα θεμέλια ενός οικοδομήματος, που οι Γάλλοι ανασκαφείς του 19ου αι. απέδωσαν στο ναό της Ήρας. H ταύτιση βασίστηκε στη λακωνική μαρτυρία του Παυσανία (8.9.2) ότι ο ναός αυτός βρισκόταν πλησίον του Θεάτρου. Σήμερα το μνημείο σώζεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτήν που είχε όταν αποκαλύφθηκε από τη γαλλική ομάδα και αυτό οφείλεται στη λιθαρπαγή που ακολούθησε της αποκάλυψης του μνημείου.

Πρόκειται για ένα κτίριο απλής αρχιτεκτονικής μορφής και διαστάσεων 16,20 x 9 μ., που ανήκει στον τύπο του πρόστυλου ναού εν παραστάσει, με δύο δηλαδή κίονες μεταξύ των παραστάδων της πρόσοψης. Tο οικοδόμημα δεν διέθετε οπισθόδομο. Πιθανόν η χρονολόγηση κατασκευής του ανάγεται  στον 5ο αι. π.Χ. Έχει προσανατολισμό προς Aνατολάς, όπου και η είσοδος στο ναό.

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι το Hραίο στην Aγορά της Mαντίνειας στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, η οποία παριστανόταν καθιστή σε θρόνο και περιβαλλόταν από την κόρη της Ήβη και την Aθηνά. Ως δημιουργό του συντάγματος αυτού, ο περιηγητής μνημονεύει το διάσημο γλύπτη του 4ου αιώνα Πραξιτέλη

Ναός Διός Σωτήρος (Νο 10)

Η ταύτιση των καταλοίπων νοτιοανατολικά του θεάτρου με το αναφερόμενο από τον Παυσανία (8.9.2) ιερό του σωτρος Διός στην Αγορά είναι αμφισβητούμενη. Πρόκειται για ένα απλό, ορθογώνιο οικοδόμημα διαστάσεων 12 x 7 μ. Το κτίριο έχει έναν ασυνήθη προσανατολισμό σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίρια της Αγοράς, από βόρεια, βορειοανατολικά - νότια, νοτιοδυτικά.

Η επίκληση του επιθέτου σωτήρ συνοδεύει τον Δία από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής και ιδίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.

 
 Δύο ναόσχημα κτίρια     (Νο2)

Ανατολικά του θεάτρου ξεχωρίζουν τα θεμέλια από δύο ναόσχημα οικοδομήματα των ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Fougères, πρόκειται για δύο πρόστυλους ναούς που αναγέρθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους πάνω σε παλαιότερα μνημεία και πιθανόν ιδρύθηκαν με χορηγία ενός ζεύγους ντόπιων ευεργετών, του Ευφρόσυνου και της Επιγόνης.

Διπλοί ναοί τέτοιου τύπου φαίνεται ότι συνδέονταν με την αυτοκρατορική λατρεία. Την ιδιαίτερη σημασία τους εξάλλου υπογραμμίζει και η θέση τους στον κεντρικό χώρο της Αγοράς, προς τον οποίο ήταν στραμμένη η όψη τους.

Ηρώο του Ποδάρου   (Νο 9)

Βορειοανατολικά της σκηνής του θεάτρου, αμέσως δίπλα στο μεγάλο λιθόστρωτο δρόμο που διέσχιζε την Αγορά από Ανατολή προς Δύση και ξεκινούσε από το βόρειο αναλημματικό τοίχο του κοίλου, βρίσκεται ένα ναϊσκόμορφο κτίριο. Το μνημείο ταυτίστηκε με το ηρώο του Ποδάρου (Παυσανία 8.9.9), αφού στις γαλλικές ανασκαφές περισυνελέγησαν ενσφράγιστες κεραμίδες με το όνομα ΠΟΔΑΡΙ… και ΠΟΔΑΡΕΟΣ ΔΑ[ΜΟΣΙΟΣ].

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Ποδάρη και τη λατρεία στο ηρώο του μάς προσφέρει ο Παυσανίας (8.9.9-10). Πρόκειται για έναν γενναίο Μαντινέα, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος εναντίον του Επαμεινώνδα και των Θηβαίων το 362 π.Χ. Ο περιηγητής σημειώνει ότι ο ήρωας αυτός λατρευόταν από την τοπική κοινωνία ακόμα και στην εποχή του. Διευκρινίζει, όμως, ότι τρεις γενιές πριν, δηλαδή περί τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ.,οι Μαντινείς άλλαξαν το τιμητικό επίγραμμα του ηρώου και το προσάρμοσαν έτσι ώστε να τιμάται ένας ομώνυμος απόγονος του Ποδάρου, ο οποίος είχε λάβει και τη ρωμαϊκή πολιτεία, ήταν δηλαδή ρωμαίος πολίτης

 Στοά   (Νο 1)

Βόρεια του ηρώου του Ποδάρου και παράλληλα προς το λιθόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στην πύλη του Μεθυδρίου σώζεται ο στυλοβάτης της πρόσοψης μίας δωρικής στοάς, σε συνολικό μήκος 31 μέτρων. Πιθανόν πρόκειται για τα κατάλοιπα  από μία στοά που προϋπήρχε των εντυπωσιακών οικοδομημάτων που ανήγειραν ο Ευφρόσυνος και η Επιγόνη. Η συνέχεια της στοάς αυτής διακόπτεται απότομα για τη δημιουργία της βορειοανατολικής εισόδου της Αγοράς.

 

Εξέδρα της Επιγόνης και παλιά Αγορά   (Νο 5)

Στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς δεσπόζει ένα ημικυκλικό οικοδόμημα, το οποίο από τους γάλλους ανασκαφείς ταυτίστηκε με την εντυπωσιακή εξέδρα, με την οποία στόλισε η Επιγόνη την Αγορά της Μαντίνειας, δυναμνη κα μνη πλεως κσμος εναι (IG V2, 268).

Εξέδρες διακοσμούσαν συχνά τις αρχαίες ελληνικές αγορές, προσφέρονταν δε για ανάπαυλα και φιλοσοφικές συζητήσεις. Σε ιερά του Ασκληπιού που διέθεταν λουτρά λειτουργούσαν ως αναπαυτήριο για τους θεραπευόμενους.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα πρόκειται για μία μεγαλοπρεπή ημικυκλική κατασκευή, πιθανόν διώροφη, ανοικτή προς την πλατεία της Αγοράς, με διάμετρο που ανέρχεται στα 37,60 μ.

Το «κοίλο» στηριζόταν σε έναν εξωτερικό ισχυρό αναλημματικό τοίχο, ο οποίος έφερε διπλή λίθινη κλίμακα για την πρόσβαση στο εσωτερικό του μνημείου.

Το εντυπωσιακό αυτό μνημείο θεμελιώθηκε πάνω σε ένα παλαιότερο οικοδόμημα, όπως κατέδειξαν οι – περιορισμένης έκτασης – ανασκαφές του 19ου αιώνα. Αποκαλύφθηκε μερικώς μία υπόστυλη αίθουσα, την παλιά Αγορά της πόλης.

  Παρότι το παλαιότερο αυτό μνημείο δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ανασκαφικά, η μορφή του οδήγησε πρόσφατα ορισμένους ερευνητές να αναγνωρίσουν σε αυτό το βουλευτήριο της Μαντίνειας.

 Τα Λουτρά ( Νο 12)

Το συγκρότημα των δημόσιων λουτρών καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς. και είναι   διαστάσεων 36 x 29 μ. Πιθανό καταλαμβάνει τη θέση ενός παλαιότερου οικοδομήματος.Η ανέγερσή του θα μπορούσε να συσχετιστεί με την επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού στη Μαντίνεια το 124 μ.Χ.

Με μετασκευές και επισκευές συνέχισε να είναι σε χρήση έως την ύστερη αρχαιότητα.

Μέχρι στιγμής έχουν αναγνωριστεί κάποιοι από τους βασικούς χώρους λειτουργίας του λουτρού που χαρακτηρίζονται από τρεις σταδιακά θερμαινόμενους χώρους από το ψυχρό στο θερμό.

Κατά μήκος της δυτικής πλευράς, όπου πιθανόν βρισκόταν η είσοδος, σώζονται κατάλοιπα χαμηλού  θρανίου, όπου κάθονταν οι λουόμενοι.

Οι τοίχοι του χώρου έφεραν ορθομαρμάρωση. Το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από πήλινες τετράγωνες πλάκες επάνω σε ισχυρό  υδραυλικό κονίαμα που εξασφάλιζε τη στεγανότητά του.

Παρουσιάζει δε κλίση 0,20 μ. προς τα ανατολικά, όπου στο κατώτερο τμήμα του τοίχου εντοπίστηκε τμήμα κυλινδρικού πήλινου αγωγού, που χρησίμευε στην απομάκρυνση του νερού.

 Οι χώροι θερμαίνονταν από το λεγόμενο σύστημα υπόκαυσης. Σύμφωνα με αυτό ο ζεστός αέρας που παραγόταν σε ένα κλίβανο κυκλοφορούσε κάτω από το δάπεδο, που στηριζόταν σε μικρούς στύλους από πλίνθους, και στη συνέχεια διοχετευόταν μέσω ενός είδους πήλινων αεραγωγών  στο εσωτερικό των τοίχωνΣτο βορειοανατολικό τμήμα των υπόκαυστων εντοπίστηκε η θέση του κλιβάνου καθώς και πηγάδι που προφανώς εξυπηρετούσε εν μέρει τις ανάγκες των χώρων σε νερό.

Διπλή στοά - Βουλευτήριο (Νο 11)

Ένα μεγάλο τμήμα του νότιου τομέα της Αγοράς καταλαμβάνουν σήμερα τα κατάλοιπα ενός κτιριακού συγκροτήματος (35 x 19 μ.), το οποίο αποδόθηκε από τον ανασκαφέα Fougères στο Βουλευτήριο, στο χώρο, δηλαδή, συγκέντρωσης των αντιπροσώπων της πόλεως.  
Από την εποχή της αποκάλυψής του στα τέλη του 19ου αιώνα και εξής μεγάλο τμήμα του οικοδομικού υλικού λεηλατήθηκε με αποτέλεσμα η σημερινή εικόνα του μνημείου να είναι ελλειπής. Το κτιριακό συγκρότημα μελετήθηκε εκ νέου πρόσφατα (2000) από τον καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Marburg Η. Lauter, ο οποίος και αναγνώρισε ένα ενιαίο κτίριο αποτελούμενο από 2 στοές που έχουν ανεγερθεί εκατέρωθεν ενός επιμήκους κοινού τοίχου. Από αυτές τις στοές, η μεν βόρεια, σχήματος Π, πρέπει να ήταν ιωνικού ρυθμού. Η στοά αυτή άνοιγε προς τον κυρίως χώρο της Αγοράς και ήταν επιβλητική.
 Προς την αντίθετη κατεύθυνση με την προηγούμενη ήταν η ανοικτή πρόσοψη της νότιας στοάς, η οποία ήταν και αυτή ιωνική. Πιθανόν η νότια στοά «έβλεπε» σε ένα δευτερεύοντα δημόσιο χώρο, που απλωνόταν νότια. Η στοά αυτή ανηγέρθη το νωρίτερο μέσα στον 3ο αι. π.Χ.
 
 Ο Τάφος του Επαμεινώνδα

Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχόλησε τους αρχαιολόγους ερευνητές ήταν ο εντοπισμός του τάφου του Επαμεινώνδα, που σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες είχε ταφεί κάπου στη μαντινειακή πεδιάδα, μετά το θάνατό του στη νικηφόρα μάχη που έδωσε στη Μαντινεία το 362 π.Χ. 
Διάφορες έρευνες που έγιναν από τις αρχές του 20ού αιώνα στην περιοχή - και από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, δεν καρποφόρησαν. Το 2002, το μυστήριο φαίνεται να λύθηκε, μετά από ανασκαφές στη θέση Μαρμαράκι, κοντά στο αρχαίο δρόμο Μαντινείας-Τεγέας και στο δρόμο που οδηγεί στο σημερινό χωριό Λουκά. Τις ανασκαφές πραγματοποίησε ο έφορος αρχαιοτήτων Σπάρτης Δρ. Θ. Σπυρόπουλος που έφερε στο φως τα υπολείμματα του ταφικού μνημείου.  Η ανακάλυψη του τάφου βασίστηκε κύρια στις σχετικές πληροφορίες που άφησε ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά".



Η Αγία Φωτεινή




Στην Αγία Φωτεινή υπάρχουν αρχαίοι λίθοι εντοιχισμένη προερχόμενοι από τον αρχαιολ. χώρο





Αρχαιολογικός χώρος Μαντίνειας