Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Τα πολυσπόρια και η βαρβάρα έθιμα με πανάρχαια καταγωγή

 « Όταν ανατείλουνε οι Πλειάδες, οι κόρες του Άτλαντα,   δώστε να αρχίσει ο θέρος, και όταν βασιλεύουνε δώστε να αρχίσει το όργωμα…  Και δώσε προσοχή στην ώρα που θ’ ακούσεις του γεράνου τη φωνή να κράζει τα χρονιάτικα ψηλά πάνω απ’ τα σύννεφα. Φέρνει σημάδι πως ώρα είναι ν’ αρχίσεις το όργωμα και δείχνει πως η εποχή του βροχερού χειμώνα πια σιμώνει…  Κι όταν φανεί για τους θνητούς η μέρα της σποράς, εμπρός, όλοι δουλειά! Κι οι υπηρέτες και ο αφέντης, και ή στεγνή ή νοτερή η γης, δουλεύετέ την στην εποχή που είναι το όργωμα, τρέχοντας από χάραμα πολύ, γιατ΄ έτσι θα δεις και τα χωράφια σου καρποί να τα γεμίζουν…». (Ησίοδος, στο έργο του « Έργα και Ημέραι»).

 

Και ο σοφός λαός λέει:

«Οκτώβρης και δεν έσπειρες οκτώ σακιά δε γιόμισες»

 Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός.

Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι.

Ο Νοέμβρης με βροχή, σκάβει, σπέρνει όλη τη γη. 

Η Πούλια βασιλεύοντας το μήνυμά της στέλνει. Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους.


Ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος είναι οι μήνες της σποράς. Όμως επειδή οι καιρικές συνθήκες δεν είναι σε όλη την Ελλάδα οι ίδιες,  η έναρξη της σποράς διαφέρει. Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου,  σφραγίζει το τέλος ή αλλού το  μέσον της  σποράς. Ο λαός την Παναγία, που τη θεωρεί προστάτρια της σοδειάς, τη ονομάζει Αποσπορίτισσα  ή Μεσοσπορίτισσα  αλλά και Πολυσπορίτισσα

Την παραμονή ή και ανήμερα των Εισοδίων,  αλλά και του Αγίου Ανδρέα, οι  νοικοκυρές σε πολλά μέρη της Ελλάδας έβραζαν όσπρια και δημητριακά μαζί (καλαμπόκι, σιτάρι, ρεβύθια, κουκιά, φασόλια, φακές και άλλα), τα πολυσπόρια ή «μπουμπόλια»  ή «μπουσμπουρέλια».  Οι άνθρωποι έτρωγαν  από αυτά  και μοίραζαν στη γειτονιά «για να γίνουν τα σπαρμένα».

Ένα πιάτο από αυτά το «εισάγουν» στην εκκλησία, όπου διαβάζεται κατά τη λειτουργία και μοιράζεται  στο εκκλησίασμα.  Ένα μέρος του επιστρέφεται στο  σπίτι. Από αυτό δίνουν στα ζώα, ρίχνουν στο χωράφι για «να αναπαυθεί ο σπόρος». Αλλού παίρνουν πολυσπόρια  και πάνε στη βρύση για να την ταΐσουν ή να την νίψουν.  Ρίχνουν τα σπόρια στο νερό και λένε: «Όπως τρέχει το νερό να τρέχει το βιό». Κατόπιν παίρνουν νερό και γυρίζουν στο σπίτι.

Τα  πολυσπόρια έχουν τις ρίζες του στην αρχαιότητα, στη λεγόμενη «Πανσπερμία».   Οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν  πανσπερμία στη Δήμητρα και τους Δαίμονες της ευφορίας της γης καθώς και στον ψυχοπομπό Διόνυσο και τις  ψυχές των νεκρών, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, τους λεγομένους Χύτρους, όταν  ήταν ανοιχτός ο Άδης.

Αλλά και κατά την εποχή  της συγκομιδής καρπών των δένδρων, που συμπίπτει με τους μήνες Οκτώβριο-Νοέμβριο, τον μήνα Πυανεψιώνα, οι πρόγονοί μας τιμούσαν τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στα Πυανόψια ή Πανόψια ή Πυανέψ(ε)ια, με προσφορά «απαρχών»,  των πρώτων καρπών.  Έβραζαν κουκιά, πύανα, είτε μόνα τους είτε με άλλα όσπρια και ξεφλουδισμένο σιτάρι προσφορά στους θεούς. Κατά τη διάρκεια της γιορτής τα παιδιά, των οποίων ζούσαν και οι δυο γονείς, περιέφεραν την «Ειρεσιώνη», ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης τυλιγμένο με νήματα ( έρια) κόκκινα και άσπρα. Πάνω της κρεμούσαν παντός είδους πρώτους καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, εκτός του μήλου και του αχλαδιού). Επίσης κρέμαγαν και μικρά μπουκαλάκια με λάδι και μέλι, κρασί και μεταλλικές μπάλες με τον Ήλιο και τη Σελήνη. Μετά το τέλος της περιφοράς κρεμούσαν την Ειρεσιώνη στην πόρτα του ναού του Απόλλωνα.  Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του έτους που πέρασε και παράκληση για συνέχιση της γονιμότητας και ευφορίας το επόμενο έτος.

Το έθιμο με τα πολυσπόρια συνεχίζεται και σήμερα από κάποιες νοικοκυρές, κυρίως από αγροτικές οικογένειες, αλλά και από κάποιους πολιτιστικούς συλλόγους. 

Παραμονή της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας -αρχαιολογικός χώρος Ελευσίνας

 Στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, πάνω από το Τελεστήριο,  κάθε χρόνο ανοίγει το εκκλησάκι της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας,  την παραμονή των Εισοδίων,  όπου πραγματοποιείται εσπερινός. Μετά το πέρας του εσπερινού ο σύλλογος της  Ελευσίνας « Αδράχτι» διανέμει στον κόσμο τα πολυσπόρια μέσα σε πλαστικά κυπελάκια.


 Τα πολυσπόρια  ετοιμάζονται  στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης, γυναίκες βράζουν στα σπίτια τους όσπρια (όπως ρεβίθια, φασόλια και φακές), αλλά και στάρι, αναβιώνοντας την αγροτική παράδοση που ήθελε ο καθένας να βράζει ό,τι παρήγαγε. Κατόπιν, τα πηγαίνουν στο Λαογραφικό Μουσείο, όπου μέσα σε ένα καζάνι γίνεται η «σύβραση», δηλαδή το βράσιμο όλων των παραπάνω μαζί με πετιμέζι, ρόδι και σταφίδες.

Λαογραφικός σύλλογος" Αδράχτι"

Το έθιμο των πανσπερμίας -  πολυσπορίων είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνέχειας ανά τους αιώνες μιας λατρευτικής συνήθειας του λαού, μια ευχαριστήρια προσφορά στη Δήμητρα – Παναγία, μια ευχαριστήρια προσφορά στη μάνα φύση και στη ζωοδότρα γη, που του χαρίζει τα απαραίτητα για τη ζωή του.

Η βαρβάρα ή τα βάρβαρα έθιμο

Πολυσπόρια φτιάχνονται και την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, 3 Δεκέμβρη, τα οποία ονομάζονται βαρβάρα ή βάρβαρα, κόλλυβα, κολυβόζουμο χυλός  ή σταρόζουμο.  Το έθιμο συναντάται στη Θράκη, Ανατολική Μακεδονία και σε κάποια νησιά του Αιγαίου.Το έθιμο της βαρβάρας έχει την καταγωγή του στην Ιωνία, όπου οι πρόγονοί μας γιόρταζαν τα «πολυσπόρια» προς τιμήν της Θεάς  Εκάτης.

Στη Μ. Ασία παραμονή της Αγίας Βαρβάρας έφτιαχναν τα βάρβαρα και μελόπιτες, πίτα με αλεύρι που την περιέχυναν με μέλι. Έβαζαν τις μελόπιτες σε ένα τραπέζι,  το οποίο πήγαιναν σε ένα  τρίστρατο. Εκεί πήγαινε ο παπάς και έκανε παράκληση, κατόπιν η νοικοκυρά έκοβε τη  μελόπιτα και την μοίραζε στον κόσμο. Από το μέλι της πίτας έκαναν σταυρό στην πόρτα τους.

Για να φτιάξουν τα βάρβαρα οι γειτόνισσες κάθε σταυροδρομιού, πήγαιναν η κάθε μια από κάτι, που χρειαζόταν, άλλη πήγαινε σιτάρι, που το κοπάνιζε εκεί έξω στο σταυροδρόμι, άλλη ζάχαρη, σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδι και μυρωδικά. Τα έβραζαν εκεί έξω και το πρωί φώναζαν τον παπά να τα διαβάσει και κατόπιν τα μοίραζαν στα σπίτια τους. Το έθιμο αυτό αργότερα οι Μικρασιάτες το συνέχισαν στα τρίστρατα χωριών και πόλεων της καινούρια τους πατρίδας.

βάρβαρα - πολυσπόρια

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Το σύνταγμα του Δαμοφώντα στο ναό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας

Ο Παυσανίας αναφέρει για το σύνταγμα του γλύπτη Δημοφώντα στο ιερό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα: «….Μπροστά στο ναό υπάρχει βωμός της Δήμητρας , ένας άλλος της Δέσποινας και κατόπιν της μεγάλης Μητέρας. Των θεών τα αγάλματα, δηλ. η Δέσποινα και η Δήμητρα, ο θρόνος όπου κάθονται και το στήριγμα κάτω από τα πόδια τους έγιναν από ένα κομμάτι μαρμάρου.  Ούτε κανένα από τα δουλεμένα μέρη της ενδυμασίας ή τα σκαλισμένα μέρη περί το θρόνο είναι από χωριστό κομμάτι μαρμάρου γομφωμένο με σίδερο μη κολλημένο, αλλά  ανήκουν όλα στον ίδιο λίθο, τον οποίο δεν έφεραν απ’ αλλού, αλλά λένε πως έσκαψαν και τον βρήκαν μέσα στο περίβολο του ιερού, οδηγημένοι από όνειρο. Καθένα από τα αγάλματα έχει περίπου μέγεθος του αθηναϊκού αγάλματος της Μητέρας των θεών που είναι έργα του Δημοφώντα. 

Αρτέμιδα και Δήμητρα

 
Η Δήμητρα κρατεί δάδα στο δεξί χέρι, ενώ ακουμπάει το άλλο χέρι τη Δέσποινα. Η Δέσποινα κρατεί σκήπτρο και έχει στα γόνατα τη λεγόμενη κίστη την οποία κρατεί με το δεξί χέρι. Εκατέρωθεν του θρόνου : κοντά στη Δήμητρα είναι όρθια η Άρτεμη, ντυμένη με δέρμα ελαφιού , στον ώμο έχει φαρέτρα και κρατεί στο ένα της χέρι δάδα και στο άλλο δυο δράκοντες. Κοντά στην Άρτεμη κάθεται σκύλα κυνηγετική. Κοντά στο άγαλμα της της Δέσποινας στέκεται όρθιος ο Άνυτος οπλισμένος. Οι περί το ιερό λένε πως η Δέσποινα ανατράφηκε από τον Άνυτο, ένα από τους λεγόμενους τιτάνες. Πρώτος παρουσίασε τους τιτάνες στο ποίημά του ο Όμηρος ως θεούς που βρίσκονται κάτω στον λεγόμενο Τάρταρο, οι σχετικοί στίχοι βρίσκονται στον όρκο της Ήρα…”

Το συνολικό πλάτος του βάθρου όπως φαίνεται από τα ίχνη του δαπέδου του ναού είναι 8,40 μ. Το δε ύψος των όρθιων μορφών υπολογίζεται σε 3.78 μ. Κάτω από τα πόδια της Δήμητρας και της Δέσποινας και πάνω από την κεντρική προεξοχή του βάθρου υποτίθεται πως υπήρξε υποπόδιο ύψους 65 εκ. Για να έρθουν οι πλαϊνές όρθιες μορφές στο ίδιο ύψος με τις κεντρικές υποτίθεται πως πατούσαν σε πλίνθο ύψους 40 εκ. Το ολικό ύψος ολόκληρου του συμπλέγματος, μαζί με το βάθρο θα ήταν 5,80 – 5,90 μ. Το βάθρο καταλάμβανε όλο το δυτικό τμήμα του σηκού. Πίσω από το μεγάλο βάθρο υπήρχε ελεύθερος χώρος 52,5 εκ., ενώ στα πλάγια μεταξύ βάθρου και τοίχων ο ελεύθερος χώρος ήταν 40 εκ.

Η αναπαράσταση του πλαστικού συντάγματος του Δαμοφώντα έγινε από τον G, Dickins σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία. Η Άρτεμη πρέπει να πατούσε σε βράχο το δεξί της πόδι, η Δήμητρα ίσως ύψωνε με το δεξί χέρι μικρή δάδα, όπως η Άρτεμη. Ο Άνυτος είχε κατεβασμένο το δεξί του κοντά στο μηρό, κρατώντας ίσως το κράνος του.      

Μαρμάρινο κεφάλι Άνυτου

             

Τεμάχιο πτυχής Άνυτου
Δεξί χέρι Άρτεμης με δάδα

τεμάχιο  ώμου του Άνυτου
Δήμητρα
Δεξιός βραχίονας της Δέσποινας

Δεξιός βραχίονας της Άρτεμης




Πέπλο της Δέσποινας 

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Γόρτυνα Αρκαδίας

 Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Γόρτυνος βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γόρτυνα, ο οποίος στον άνω ρου του λέγεται Λούσιος, σε μαγευτική τοποθεσία, στην έξοδο του φαραγγιού του.  Είναι οδικά προσιτός από τα χωριά Ελληνικό (6 χιλ.), το οποίο βρίσκεται πάνω στο δημόσιο δρόμο Καρύταινας – Δημητσάνας.  και Ατσίχoλος (4 χιλ.).

Η αρχαία Γόρτυνα ιδρύθηκε, σύμφωνα με το μύθο, από τον Γόρτυ, αδελφό του Αγαμήδη, γιο του Στυμφήλου και δισέγγονο του βασιλέα Αρκάδα, του γένους των Λυκαονιδών.

 Ήταν ένας από τους σταθμούς στη διαδρομή που ακολουθούσαν οι Σπαρτιάτες αθλητές πηγαίνοντας να αγωνιστούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς από εδώ περνούσε ο αρχαίος δρόμος Ολυμπίας – Μεγαλοπόλεως – Μυκηνών – Ισθμού – Αθηνών.

Η πόλη φαίνεται να σχετίζεται επίσης και με την ομώνυμη αρχαία πόλη που βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσαριάς, κοντά στο Ηράκλειο Κρήτης. Η κρητική Γόρτυνα είναι πολύ πιθανό ότι δημιουργήθηκε από κατοίκους της αρκαδικής. Ο Όμηρος (8oς αι. π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης ήταν μια περιτειχισμένη πόλη, («...Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν...», Iλιάδα Β 646), ενώ αργότερα o Πλάτων (428/7-347 π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης είναι αποικία της Πελοποννησιακής («...εκ Γόρτυνος γάρ τυγχάνει απωκηκός ταύτης της Πελοποννησιακής...», Νόμοι 708α). Στο γεγονός αυτό συναινούν και τα σημαντικά αρχαιoλoγικά ευρήματα της Γόρτυνας Κρήτης, ειδικότερα λείψανα αρχαίων τειχών, τα οποία χρονολογήθηκαν στις αρχές της πρώτης χιλιετίας.

Με τις ανασκαφές που έγιναν  από τη Γαλλική Αρχαιoλoγική Σχoλή τα έτη 1940-1943, 1947-1948, και 1951-1956 ήρθαν στο φως σπουδαία ευρήματα που μας φανερώνουν πολλά στοιχεία για την πόλη και τους κατοίκους της.   

Την πόλη φρουρούσαν δύο ακροπόλεις με ισχυρή οχύρωση, σε κοντινή απόσταση η μία με την άλλη, σε υψόμετρο περίπου 480 μ. Περιλάμβανε αρκετά ιερά και δημόσια οικοδομήματα, χώρους ταφής, ξενώνες,  ιερό του Ασκληπιού καθώς και δύο μεγάλα ιαματικά λουτρά, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας αυτής της θεότητας.

Τα λουτρά

Τα λουτρά λειτουργούσαν από τον 2ο αιώνα π.Χ. και περιλάμβαναν ένα ιδιαίτερο σύστημα θέρμανσης, που θεωρήθηκε από τους ερευνητές αρκαδική ευρεσιτεχνία.

Στο ναό του  Ασκληπιού υπήρχαν αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας,  από μάρμαρο Πεντέλης, που είχε φιλοτεχνήσει ο ξακουστός γλύπτης Σκόπας από την Πάρο.

Ο Παυσανίας επισκέφτηκε  αναφέρει ότι « στους ντόπιους υπάρχει η παράδοση πως ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, αφιέρωσε στον Ασκληπιό το θώρακα και ένα  δόρυ. Υπήρχε μέχρι των ημερών  μου ο θώρακας και η αιχμή του  δόρατος». 

Και συνεχίζει ο Παυσανίας την διήγησή του για τον Λούσιο ποταμό: «Η Γόρτυς διασχίζεται από το ποτάμι που ονομάζεται Λούσιος ποταμός από εκείνους που ζουν στις πηγές του, γιατί σε αυτόν έγινε το λούσιμο του νεογέννητου Δία, όσοι μένουν μακρύτερα από τις πηγές ονομάζουν τον ποταμό Γορτύνιο, από την κώμη. Ο Γορτύνιος αυτός έχει νερό πιο κρύο από τα άλλα ποτάμια. Τον Ίστρο και το Ρήνο, τον Ύπανι και το Βορυσθένη και τους άλλους ποταμούς που παγώνουν το χειμώνα θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να τους ονομάσει κανείς χειμωνιάτικους, γιατί διασχίζουν τόπους όπου τον περισσότερο καιρό χιονίζει, και είναι ψυχρότατη και η γύρω τους ατμόσφαιρα.  Όσοι όμως ποταμοί διασχίζουν τόπους με κανονικές κλιματολογικές συνθήκες και το νερό τους το καλοκαίρι δροσίζει εκείνους που το πίνουν ή που πλύνονται μ’ αυτό και δεν είναι ενοχλητικό το χειμώνα, αυτοί οι ποταμοί λέω έχουν νερό κρύο.  Έτσι κρύο είναι και το νερό του Κύδνου που διασχίζει την Ταρσό και του Μέλανα, κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας, επίσης του Άλη ποταμού  της Κολοφώνας , του οποίου το ψυχρό νερό αναφέρουν και ελεγειακοί ποιητές.  Ο Γορτύνιος έχει ακόμα πιο κρύο νερό, ιδίως το καλοκαίρι. Οι πηγές του είναι στη Θεισόα* που γειτονεύει με το Μεθύδριο, το μέρος όπου χύνεται στον Αλφειό ονομάζεται Ραιτέαι**».  

(*Προς βορράν της Δημητσάνας, στην περιοχή της σημερινής Καρακαλούς, βρισκόταν η μία από τις δύο Θεισόες, η άλλη βρισκόταν αριστερά κοντά στην αριστερή όχθη του Αλφειού, μεταξύ Καρύταινας και Ανδρίτσαινας, κοντά στο χωριό Λάβδα που μετονομάστηκε σε Θεισόα.

** Παρατηρήθηκαν αρχαία λείψανα εγκαταστάσεων στα υψώματα στη συμβολή Γορτύνιου και Αλφειού, βόρεια της Καρύταινας, πιθανόν να ήταν ο συνοικισμός με το όνομα αυτό.)     

Λουτρά 

 Μέχρι σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατό να πρoσδιoριστoύν οι χρoνoλoγίες ίδρυσης, ακμής και παρακμής της Γόρτυνος. Αυτό οφείλεται αφ' ενός στις ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες και αναφoρές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αλλά και στα λιγoστά αρχαιoλoγικά ευρήματα των ανασκαφών. Ως εκ τούτου oι απόψεις των ερευνητών πάνω στο θέμα αυτό διίστανται. Πάντως τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για αρχαιότατη πόλη με μακραίωνη και σημαντική πoρεία στην αρχαιότητα. Η ίδρυσή της θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα μεγάλo χρoνικό φάσμα εκτεινόμενο από την Υστερoελλαδική και τoυς Γεωμετρικoύς Χρόνoυς . Η ακμή της, τοποθετείται στην Αρχαϊκή Περίoδo, στην Κλασική Επoχή μέχρι και στην Ελληνιστική Επoχή (323 π.Χ.- 30 μ.Χ.). Η αρχαία  Γoρτυνία πήρε μέρος  στoν Τρωικό πόλεμo, όπως και άλλες Αρκαδικές πόλεις με αρχηγό τον βασιλέα Όρτυνo ή Τεύθι.

Το 368 π.Χ., έτος ίδρυσης της Μεγάλης Πόλεως, αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για την ιστορική πορεία της Γόρτυνος, αφού όπως και οι γειτoνικές πόλεις, αναγκάστηκε και αυτή να συνoικιστεί μαζί της, χάνοντας την αυτοτέλειά της και ένα σημαντικό μέρoς τoυ πληθυσμού της. Έτσι, όταν την επισκέφθηκε o Παυσανίας, ήταν πλέον παρηκμασμένη κώμη και ανήκε στη Μεγαλόπoλη. Πάντως έστω και σε παρακμή, η πόλη εξακολουθούσε να ζει όλο αυτό το διάστημα, δηλαδή επί 540 έτη (368 π.Χ. - 176 μ.Χ.). Στηριζόμενοι στo διαπίστωση αυτή πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι η πόλη θα πρέπει τελικά να εγκαταλείφθηκε και να ερήμωσε μέσα στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια 478-323 π.Χ.

Δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο περνά ο δρόμος Ελληνικού-Ατσιχόλου. Στη θέση του ποταμού υπάρχει το παλιό μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Πολυγένη και πολύ κοντά  η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα Γόρτυνος και ο παλιός νερόμυλος του Κόκορη.





Ασκληπιείο
 



 Σε μικρή απόσταση στο δρόμο για τον Ατσίχoλο, αρχίζουν τα αναπλασμένα μονοπάτια του φαραγγιού του Λούσιου,  που αποτελούν ιδεώδεις πεζοπορικές διαδρομές.  Στο σημείο αυτό υπάρχει σχετική σήμανση με πινακίδες. Η Αρχαία Γόρτυνα αποτελεί την πλέον συνήθη κατάληξη ή αφετηρία των περισσότερων πεζοπορικών διαδρομών στον Λούσιο ποταμό.