Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Ειρεσιώνη, ο πρόδρομος του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου



Η «Ειρεσιώνη» προέρχεται από τη λέξη είρος ( έριον = μαλλί). Ήταν κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και  τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, εκτός του μήλου και του αχλαδιού).  Επίσης κρέμαγαν και μικρά μπουκαλάκια με λάδι και μέλι, κρασί και μεταλλικές μπάλες με τον Ήλιο και τη Σελήνη. Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του έτους που πέρασε και παράκληση για συνέχιση της γονιμότητας και ευφορίας το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).



 Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψίωνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλέντες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά την κρεμούσαν πάνω από την πύλη του ναού του Απόλλωνα αφού έριχναν  στην Ειρεσιώνη   κρασί από έναν τελετουργικό αμφορέα. 


Τα "Πυανέψια" ή "Πυανόψια" ή "Πανόψια" ( γιατί φαίνονταν όλοι οι καρποί) ήταν γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Απόλλωνα με αναίμακτη θυσία καρπών και φρούτων.




Η ιστορία της γιορτής, σύμφωνα με τη μυθολογία.




Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ύστερα, σταμάτησε στην Δήλο, όπου έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι, σε περίπτωση που κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο, θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε τη υπόσχεσή του καθιερώνοντας τον θεσμό της "Ειρεσιώνης".



 Εκτός από τα κλαδιά της ελιάς, περιέφεραν επίσης και κλαδιά Δάφνης προς τιμήν του Απόλλωνος στα Θαργήλια, εορτή που ετελείτο την Άνοιξη (27 Απριλίου – 26 Μαΐου), όπου πάλι έκαιγαν την παλιά Ειρεσιώνη και κρεμούσαν την νέα έξω από τις πόρτες τους.


Ο στολισμός του δέντρου συναντάται και στους αρχαίους Κρήτες οι οποίοι τιμούσαν τη Μεγάλη Θεά γύρω από το «Ιερό Δέντρο»  το οποίο στόλιζαν με δώρα.






 



 Η Ειρεσιώνη ονομαζόταν και  Ικετηρία όταν θέλανε να ικετεύσουν θεό ομαδικώς για την απαλλαγή του τόπου από δεινά, πχ. αρρώστιες,  φυσικές καταστροφές.



Οι πιο κάτω στίχοι είναι ένα απόσπασμα από τα κάλαντα που έλεγαν τα παιδιά στην αρχαία Αθήνα:
 
Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη
.

Στην αρχαία Αθήνα οι οικοδέσποινες έδιναν γερό φιλοδώρημα στους τραγουδιστές που τους επισκέπτονταν με τους καρπούς της γης, οι οποίοι συμβόλιζαν την αναμενόμενη καλή σοδειά και για τον επόμενο χρόνο.  Στη γιορτή των Ανθεστηρίων οι Αθηναίοι κυλούσαν πάνω στους τροχούς ένα ομοίωμα καραβιού μεταφέροντας τον θεό Διόνυσσο, τον οποίο τιμούσαν ως θεό βλάστησης. Ο συμβολισμός αυτός φτάνει ως τις μέρες μας, αφού πολλές φορές οι καλλαντιστές, ψάλλοντας τα κάλαντα, κρατούν ένα ομοίωνμα καραβιού. Γι' αυτό τον λόγο κάποιες φορές φωτισμένα καραβάκια θυμίζουν μαζί με τα στολισμένα δέντρα, τον ερχομό των χαρμόσυνων ημερών. 

Τα παιδιά στην αρχαία Αθήνα τραγουδούσαν το πιο κάτω ποίημα:


                               
« Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,


με λόγο που ‘χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσια…


 Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,

μαζί κι η θαλερή χαρά κι η βλογημένη Ειρήνη.


 Γιομάτοι να ‘ ναι οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας,

κι ο κριθαρένιος ο χυμός με το πολύς σουσάμι.


 Νύφη για το μαναχογιό να κάτση τραγουδώντας,

στ΄ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια,


να’ ρθη σ’ αυτό το σπιτικό, να υφάνει τα προικιά της.


Κάθε χρονιά θε να ‘ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι…

 Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσης,

γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δε θα ξημερωθούμε».




                                     Αν δεν τους έδιναν τίποτε τότε έλεγαν :


 «Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,

άλλες γεννούν άλλες κλωσσούν, αυγά ,μαζώνουν».



Τα κάλαντα ως ονομασία προέρχεται από τις ρωμαϊκές Καλένδες, αφού Καλένδες καλούσαν οι Ρωμαίοι την πρώτη του κάθε μήνα ( πρωτομηνιά). τα κάλαντα γιορτάζοντας όχι κάθε Πρωτοχρονιά, αλλά όπως λέει η ονομασία τους κάθε πρώτη του μήνα, δηλ. δώδεκα φορές τον χρόνο. Ωστόσο στις καλένδες Ιανουαρίου ο εορτασμός ήταν μεγαλοπρεπής και οι ρωμαίοι αντάλλασσαν δώρα, μια συνήθεια που και αυτοί φτάνει ως τις μέρες μας. Λόγω αυτού του γεγονότος, τα κάλαντα  επικράτησαν να λέγονται μόνο κάθε Πρωτοχρονιά.
Όπως ήταν επόμενο, οι εκδηλώσεις της Πρωτοχρονιάς μαζί με τα κάλαντα συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου και συν τω χρόνω συσχετίστηκαν με αρχαιοελληνικά έθιμα, αφού η ανατολική αυτοκρατορία βαθμηδόν εξελληνίστηκε.  
Στη συνέχεια άρχισαν να ψάλλονται και τα Χριστούγεννα, υμνώντας τη γέννηση του χριστού.  Από και και πέρα η καθιέρωσή τους συνδέθηκα στενά με τις συνήθειες, τα έθιμα και τις ιστορίες που σχετίζονται με τη γιορτή των Χριστουγέννων.   




Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους καταργήθηκε το έθιμο της Ειρεσιώνης, όμως κατά τη γιορτή των Χριστουγέννων με διαταγή του έπαρχου της κάθε πόλης αφού  καθάριζαν τους δρόμους έστηναν  στύλους κατά μήκος αυτών και τους στόλιζαν με δενδρολίβανο, κλαδιά μυρτιάς,  και άνθη εποχής. Στα κάλαντα της πρωτοχρονιάς αυτό φαίνεται καθαρά. 


      
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
       ψιλή μου δενδρολιβανιά…..




Πρόγονος λοιπόν του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη, όπου μέσω αυτής μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψεως ελαιοδέντρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που φύτρωναν στον κάθε τόπο.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε στη Γερμανία για πρώτη φορά στο τέλος του 16ου αι. αλλά στις αρχές του 19ου αι. δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως, τοποθετούνταν μόνο σε ναούς. Αρχικά το δέντρο γέμιζε με διάφορα χρήσιμα είδη - κυρίως φαγώσιμα και αργότερα ρούχα και άλλα είδη καθημερινής χρήσης, κάτι που γινόταν στους αρχαίους ελληνικούς ναούς, συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων δώρων. 



Στη σύγχρονη Ελλάδα το  έθιμο επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου και Πρωτοχρονιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα το 1833, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο.



Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, γι αυτόν τον λόγο μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες υιοθετήθηκε αμέσως.





Τα κάλαντα και το χριστουγεννιάτικο καραβάκι 


Στη γιορτή των Ανθεστηρίων οι Αθηναίοι κυλούσαν πάνω στους τροχούς ένα ομοίωμα καραβιού μεταφέροντας τον θεό Διόνυσσο, τον οποίο τιμούσαν ως θεό βλάστησης. Ο συμβολισμός αυτός φτάνει ως τις μέρες μας, αφού πολλές φορές οι καλλαντιστές, ψάλλοντας τα κάλαντα, κρατούν ένα ομοίωμα καραβιού Γι' αυτό τον λόγο κάποιες φορές φωτισμένα καραβάκια θυμίζουν μαζί με τα στολισμένα δέντρα, τον ερχομό των χαρμόσυνων ημερών.

 Τα κάλαντα ως ονομασία προέρχεται από τις ρωμαϊκές Καλένδες, αφού Καλένδες καλούσαν οι Ρωμαίοι την πρώτη του κάθε μήνα   (πρωτομηνιά).
 Τα κάλαντα λέγονταν δώδεκα φορές τον χρόνο. Ωστόσο στις καλένδες Ιανουαρίου ο εορτασμός ήταν μεγαλοπρεπής και οι Ρωμαίοι αντάλλασσαν δώρα, μια συνήθεια που και αυτοί φτάνει ως τις μέρες μας. Λόγω αυτού του γεγονότος, τα κάλαντα  επικράτησαν να λέγονται μόνο κάθε Πρωτοχρονιά. Όπως ήταν επόμενο, οι εκδηλώσεις της Πρωτοχρονιάς μαζί με τα κάλαντα συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου.  Στη συνέχεια άρχισαν να ψάλλονται και τα Χριστούγεννα, υμνώντας τη γέννηση του Χριστού.