
Η μετάβαση στον Ναό
του Επικουρίου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας
Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας
κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος
είναι μεν ασφαλτοστρωμένος αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών.
Τονίζεται ότι πρόκειται για κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή. Η πρόσβαση αυτή είναι δυτική. Από Ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης και Μεγαλόπολης. Η οδική σήμανση
είναι άριστη.

Η σωστή ορθογραφία της λέξης "επικούριος" είναι με
"ι" και όχι "επικούρειος", καθώς προέρχεται από
το ότι στην αρχαιοελληνική μυθολογία ο Απόλλωνας
είχε επικουρήσει την περιοχή και όχι από τον
Επίκουρο και τους επικούρειους (π.χ. πυθαγόρειος: από τον
Πυθαγόρα), ενώ η γραφή αυτή χρησιμοποιείται ήδη από τον Παυσανία.
Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο
φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε
ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσαι (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από
τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος
Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς,
οι οποίοι λάτρευαν τον θεό με την προσωνυμία Επικούριος
δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Ο
πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο
500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη.
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον
επισκέφθηκε, τον θεώρησε δεύτερο, μετά τον της Τεγέας,
ναό της Πελοποννήσου "ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας
ἕνεκα". Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπολοίπους κλασικούς ναούς της
αρχαιότητας γιατί δεν έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι
κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου ή για
λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων μιας και άλλοι
ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.
Ο ναός είναι ο μοναδικός που συνδυάζει στοιχεία των
τριών αρχιτεκτονικών
ρυθμών της αρχαιότητας. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος
εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό, άδυτο και
οπισθόδομο. Έχει 6 κίονες στις
στενές και 15 στις μακρές πλευρές, αντί της καθιερωμένης για την
εποχή αναλογίας 6 x 13. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης,
(39,87 × 16,13 μέτρα), όπως στους αρχαϊκούς ναούς.

Στο εσωτερικό του σηκού, κατά μήκος των μακρών
πλευρών υπάρχουν από πέντε ιωνικοί ημικίονες, που αποτελούν απόληξη
κάθετων στον τοίχο τοιχαρίων, τα οποία διαμορφώνουν κόγχες. Το τελευταίο ζεύγος
των ημικιόνων τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι
υπόλοιποι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε ένας κίονας,
που έφερε το αρχαιότερο γνωστό ως σήμερα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική κορινθιακό κιονόκρανο, το οποίο γνωρίζουμε από
τα σχέδια των πρώτων περιηγητών (θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο). Κατά μία άποψη ο κίονας αυτός αποτελούσε ανεικονική παράσταση θεότητας, ακολουθώντας
τις βαθιές λατρευτικές παραδόσεις της Αρκαδίας, ενώ σύμφωνα με ορισμένους
μελετητές, κορινθιακοί ήταν και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες εκατέρωθεν του
κεντρικού κορινθιακού.
Στο άδυτο, που βρισκόταν πίσω
από τον κίονα αυτό, πιθανότατα φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού.
Στον ανατολικό του τοίχο υπάρχει θύρα, που οδηγούσε στο εξωτερικό πτερό, για
την ύπαρξη της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Η στέγη του
ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη, κορινθιακού τύπου.
Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη
ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις
και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το
κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές
μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής
ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της
οροφής.
Ζωφόρος



Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό
αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του
Αγγλου αντιβασιλέως Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρεταννικό Μουσείο.
Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των
μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν.

ΠΗΓΕΣ:
ΟΔΥΣΣΕΥΣ:ΥΠ