Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Το σύνταγμα του Δαμοφώντα στο ναό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας

Ο Παυσανίας αναφέρει για το σύνταγμα του γλύπτη Δημοφώντα στο ιερό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα: «….Μπροστά στο ναό υπάρχει βωμός της Δήμητρας , ένας άλλος της Δέσποινας και κατόπιν της μεγάλης Μητέρας. Των θεών τα αγάλματα, δηλ. η Δέσποινα και η Δήμητρα, ο θρόνος όπου κάθονται και το στήριγμα κάτω από τα πόδια τους έγιναν από ένα κομμάτι μαρμάρου.  Ούτε κανένα από τα δουλεμένα μέρη της ενδυμασίας ή τα σκαλισμένα μέρη περί το θρόνο είναι από χωριστό κομμάτι μαρμάρου γομφωμένο με σίδερο μη κολλημένο, αλλά  ανήκουν όλα στον ίδιο λίθο, τον οποίο δεν έφεραν απ’ αλλού, αλλά λένε πως έσκαψαν και τον βρήκαν μέσα στο περίβολο του ιερού, οδηγημένοι από όνειρο. Καθένα από τα αγάλματα έχει περίπου μέγεθος του αθηναϊκού αγάλματος της Μητέρας των θεών που είναι έργα του Δημοφώντα. 

Αρτέμιδα και Δήμητρα

 
Η Δήμητρα κρατεί δάδα στο δεξί χέρι, ενώ ακουμπάει το άλλο χέρι τη Δέσποινα. Η Δέσποινα κρατεί σκήπτρο και έχει στα γόνατα τη λεγόμενη κίστη την οποία κρατεί με το δεξί χέρι. Εκατέρωθεν του θρόνου : κοντά στη Δήμητρα είναι όρθια η Άρτεμη, ντυμένη με δέρμα ελαφιού , στον ώμο έχει φαρέτρα και κρατεί στο ένα της χέρι δάδα και στο άλλο δυο δράκοντες. Κοντά στην Άρτεμη κάθεται σκύλα κυνηγετική. Κοντά στο άγαλμα της της Δέσποινας στέκεται όρθιος ο Άνυτος οπλισμένος. Οι περί το ιερό λένε πως η Δέσποινα ανατράφηκε από τον Άνυτο, ένα από τους λεγόμενους τιτάνες. Πρώτος παρουσίασε τους τιτάνες στο ποίημά του ο Όμηρος ως θεούς που βρίσκονται κάτω στον λεγόμενο Τάρταρο, οι σχετικοί στίχοι βρίσκονται στον όρκο της Ήρα…”

Το συνολικό πλάτος του βάθρου όπως φαίνεται από τα ίχνη του δαπέδου του ναού είναι 8,40 μ. Το δε ύψος των όρθιων μορφών υπολογίζεται σε 3.78 μ. Κάτω από τα πόδια της Δήμητρας και της Δέσποινας και πάνω από την κεντρική προεξοχή του βάθρου υποτίθεται πως υπήρξε υποπόδιο ύψους 65 εκ. Για να έρθουν οι πλαϊνές όρθιες μορφές στο ίδιο ύψος με τις κεντρικές υποτίθεται πως πατούσαν σε πλίνθο ύψους 40 εκ. Το ολικό ύψος ολόκληρου του συμπλέγματος, μαζί με το βάθρο θα ήταν 5,80 – 5,90 μ. Το βάθρο καταλάμβανε όλο το δυτικό τμήμα του σηκού. Πίσω από το μεγάλο βάθρο υπήρχε ελεύθερος χώρος 52,5 εκ., ενώ στα πλάγια μεταξύ βάθρου και τοίχων ο ελεύθερος χώρος ήταν 40 εκ.

Η αναπαράσταση του πλαστικού συντάγματος του Δαμοφώντα έγινε από τον G, Dickins σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία. Η Άρτεμη πρέπει να πατούσε σε βράχο το δεξί της πόδι, η Δήμητρα ίσως ύψωνε με το δεξί χέρι μικρή δάδα, όπως η Άρτεμη. Ο Άνυτος είχε κατεβασμένο το δεξί του κοντά στο μηρό, κρατώντας ίσως το κράνος του.      

Μαρμάρινο κεφάλι Άνυτου

             

Τεμάχιο πτυχής Άνυτου
Δεξί χέρι Άρτεμης με δάδα

τεμάχιο  ώμου του Άνυτου
Δήμητρα
Δεξιός βραχίονας της Δέσποινας

Δεξιός βραχίονας της Άρτεμης




Πέπλο της Δέσποινας 

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Γόρτυνα Αρκαδίας

 Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Γόρτυνος βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γόρτυνα, ο οποίος στον άνω ρου του λέγεται Λούσιος, σε μαγευτική τοποθεσία, στην έξοδο του φαραγγιού του.  Είναι οδικά προσιτός από τα χωριά Ελληνικό (6 χιλ.), το οποίο βρίσκεται πάνω στο δημόσιο δρόμο Καρύταινας – Δημητσάνας.  και Ατσίχoλος (4 χιλ.).

Η αρχαία Γόρτυνα ιδρύθηκε, σύμφωνα με το μύθο, από τον Γόρτυ, αδελφό του Αγαμήδη, γιο του Στυμφήλου και δισέγγονο του βασιλέα Αρκάδα, του γένους των Λυκαονιδών.

 Ήταν ένας από τους σταθμούς στη διαδρομή που ακολουθούσαν οι Σπαρτιάτες αθλητές πηγαίνοντας να αγωνιστούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς από εδώ περνούσε ο αρχαίος δρόμος Ολυμπίας – Μεγαλοπόλεως – Μυκηνών – Ισθμού – Αθηνών.

Η πόλη φαίνεται να σχετίζεται επίσης και με την ομώνυμη αρχαία πόλη που βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσαριάς, κοντά στο Ηράκλειο Κρήτης. Η κρητική Γόρτυνα είναι πολύ πιθανό ότι δημιουργήθηκε από κατοίκους της αρκαδικής. Ο Όμηρος (8oς αι. π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης ήταν μια περιτειχισμένη πόλη, («...Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν...», Iλιάδα Β 646), ενώ αργότερα o Πλάτων (428/7-347 π.Χ.) αναφέρει ότι η Γόρτυνα της Κρήτης είναι αποικία της Πελοποννησιακής («...εκ Γόρτυνος γάρ τυγχάνει απωκηκός ταύτης της Πελοποννησιακής...», Νόμοι 708α). Στο γεγονός αυτό συναινούν και τα σημαντικά αρχαιoλoγικά ευρήματα της Γόρτυνας Κρήτης, ειδικότερα λείψανα αρχαίων τειχών, τα οποία χρονολογήθηκαν στις αρχές της πρώτης χιλιετίας.

Με τις ανασκαφές που έγιναν  από τη Γαλλική Αρχαιoλoγική Σχoλή τα έτη 1940-1943, 1947-1948, και 1951-1956 ήρθαν στο φως σπουδαία ευρήματα που μας φανερώνουν πολλά στοιχεία για την πόλη και τους κατοίκους της.   

Την πόλη φρουρούσαν δύο ακροπόλεις με ισχυρή οχύρωση, σε κοντινή απόσταση η μία με την άλλη, σε υψόμετρο περίπου 480 μ. Περιλάμβανε αρκετά ιερά και δημόσια οικοδομήματα, χώρους ταφής, ξενώνες,  ιερό του Ασκληπιού καθώς και δύο μεγάλα ιαματικά λουτρά, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας αυτής της θεότητας.

Τα λουτρά

Τα λουτρά λειτουργούσαν από τον 2ο αιώνα π.Χ. και περιλάμβαναν ένα ιδιαίτερο σύστημα θέρμανσης, που θεωρήθηκε από τους ερευνητές αρκαδική ευρεσιτεχνία.

Στο ναό του  Ασκληπιού υπήρχαν αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας,  από μάρμαρο Πεντέλης, που είχε φιλοτεχνήσει ο ξακουστός γλύπτης Σκόπας από την Πάρο.

Ο Παυσανίας επισκέφτηκε  αναφέρει ότι « στους ντόπιους υπάρχει η παράδοση πως ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, αφιέρωσε στον Ασκληπιό το θώρακα και ένα  δόρυ. Υπήρχε μέχρι των ημερών  μου ο θώρακας και η αιχμή του  δόρατος». 

Και συνεχίζει ο Παυσανίας την διήγησή του για τον Λούσιο ποταμό: «Η Γόρτυς διασχίζεται από το ποτάμι που ονομάζεται Λούσιος ποταμός από εκείνους που ζουν στις πηγές του, γιατί σε αυτόν έγινε το λούσιμο του νεογέννητου Δία, όσοι μένουν μακρύτερα από τις πηγές ονομάζουν τον ποταμό Γορτύνιο, από την κώμη. Ο Γορτύνιος αυτός έχει νερό πιο κρύο από τα άλλα ποτάμια. Τον Ίστρο και το Ρήνο, τον Ύπανι και το Βορυσθένη και τους άλλους ποταμούς που παγώνουν το χειμώνα θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να τους ονομάσει κανείς χειμωνιάτικους, γιατί διασχίζουν τόπους όπου τον περισσότερο καιρό χιονίζει, και είναι ψυχρότατη και η γύρω τους ατμόσφαιρα.  Όσοι όμως ποταμοί διασχίζουν τόπους με κανονικές κλιματολογικές συνθήκες και το νερό τους το καλοκαίρι δροσίζει εκείνους που το πίνουν ή που πλύνονται μ’ αυτό και δεν είναι ενοχλητικό το χειμώνα, αυτοί οι ποταμοί λέω έχουν νερό κρύο.  Έτσι κρύο είναι και το νερό του Κύδνου που διασχίζει την Ταρσό και του Μέλανα, κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας, επίσης του Άλη ποταμού  της Κολοφώνας , του οποίου το ψυχρό νερό αναφέρουν και ελεγειακοί ποιητές.  Ο Γορτύνιος έχει ακόμα πιο κρύο νερό, ιδίως το καλοκαίρι. Οι πηγές του είναι στη Θεισόα* που γειτονεύει με το Μεθύδριο, το μέρος όπου χύνεται στον Αλφειό ονομάζεται Ραιτέαι**».  

(*Προς βορράν της Δημητσάνας, στην περιοχή της σημερινής Καρακαλούς, βρισκόταν η μία από τις δύο Θεισόες, η άλλη βρισκόταν αριστερά κοντά στην αριστερή όχθη του Αλφειού, μεταξύ Καρύταινας και Ανδρίτσαινας, κοντά στο χωριό Λάβδα που μετονομάστηκε σε Θεισόα.

** Παρατηρήθηκαν αρχαία λείψανα εγκαταστάσεων στα υψώματα στη συμβολή Γορτύνιου και Αλφειού, βόρεια της Καρύταινας, πιθανόν να ήταν ο συνοικισμός με το όνομα αυτό.)     

Λουτρά 

 Μέχρι σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατό να πρoσδιoριστoύν οι χρoνoλoγίες ίδρυσης, ακμής και παρακμής της Γόρτυνος. Αυτό οφείλεται αφ' ενός στις ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες και αναφoρές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αλλά και στα λιγoστά αρχαιoλoγικά ευρήματα των ανασκαφών. Ως εκ τούτου oι απόψεις των ερευνητών πάνω στο θέμα αυτό διίστανται. Πάντως τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για αρχαιότατη πόλη με μακραίωνη και σημαντική πoρεία στην αρχαιότητα. Η ίδρυσή της θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα μεγάλo χρoνικό φάσμα εκτεινόμενο από την Υστερoελλαδική και τoυς Γεωμετρικoύς Χρόνoυς . Η ακμή της, τοποθετείται στην Αρχαϊκή Περίoδo, στην Κλασική Επoχή μέχρι και στην Ελληνιστική Επoχή (323 π.Χ.- 30 μ.Χ.). Η αρχαία  Γoρτυνία πήρε μέρος  στoν Τρωικό πόλεμo, όπως και άλλες Αρκαδικές πόλεις με αρχηγό τον βασιλέα Όρτυνo ή Τεύθι.

Το 368 π.Χ., έτος ίδρυσης της Μεγάλης Πόλεως, αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για την ιστορική πορεία της Γόρτυνος, αφού όπως και οι γειτoνικές πόλεις, αναγκάστηκε και αυτή να συνoικιστεί μαζί της, χάνοντας την αυτοτέλειά της και ένα σημαντικό μέρoς τoυ πληθυσμού της. Έτσι, όταν την επισκέφθηκε o Παυσανίας, ήταν πλέον παρηκμασμένη κώμη και ανήκε στη Μεγαλόπoλη. Πάντως έστω και σε παρακμή, η πόλη εξακολουθούσε να ζει όλο αυτό το διάστημα, δηλαδή επί 540 έτη (368 π.Χ. - 176 μ.Χ.). Στηριζόμενοι στo διαπίστωση αυτή πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι η πόλη θα πρέπει τελικά να εγκαταλείφθηκε και να ερήμωσε μέσα στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια 478-323 π.Χ.

Δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο περνά ο δρόμος Ελληνικού-Ατσιχόλου. Στη θέση του ποταμού υπάρχει το παλιό μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Πολυγένη και πολύ κοντά  η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα Γόρτυνος και ο παλιός νερόμυλος του Κόκορη.





Ασκληπιείο
 



 Σε μικρή απόσταση στο δρόμο για τον Ατσίχoλο, αρχίζουν τα αναπλασμένα μονοπάτια του φαραγγιού του Λούσιου,  που αποτελούν ιδεώδεις πεζοπορικές διαδρομές.  Στο σημείο αυτό υπάρχει σχετική σήμανση με πινακίδες. Η Αρχαία Γόρτυνα αποτελεί την πλέον συνήθη κατάληξη ή αφετηρία των περισσότερων πεζοπορικών διαδρομών στον Λούσιο ποταμό.