Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Τάνταλος


Στη Λυδία, κοντά στο βουνό Σίπυλο, ήταν μια πλούσια πολιτεία που είχε το όνομα του βουνού.  Ηγεμόνας ήταν ο γιος του Δία και της Ωκεανίδας Πλουτώς, ο Τάνταλος , ο αγαπημένος των θεών, που του χαν δώσει απ’ όλα με αφθονία. Τα τεράστια κοιτάσματα χρυσού που βρίσκονταν στο βουνό Σίπυλο, του φέρνανε αμύθητα πλούτη. Κανένας δεν είχε τόσο καρπερά χωράφια, κανένας δε μάζευε τόσο πλούσιες σοδιές, όσες μάζευε αυτός από τα περιβόλια του και  τ’ αμπέλια του. Στα λιβάδια του Τάνταλου έβοσκαν αμέτρητα κοπάδια από ψιλόμαλλα πρόβατα, γελάδια, βόδια στριφτοκέρατα και άλογα, γοργά σαν τον άνεμο.  Ο Τάνταλος είχε περίσσια απ’ όλα τα αγαθά της γης και θα ζούσε, ως τα βαθειά γεράματα, ευτυχισμένος, αν η μεγάλη του αλαζονεία και οι ανομίες που ‘κανε δεν φέρνανε το χαμό του.

Παντρεύτηκε δύο φορές και έκανε αρκετά παιδιά. Η κόρη του Νιόβη προσέβαλε τους θεούς όταν ισχυρίστηκε ότι τα δικά της παιδιά ήταν πιο όμορφα και άξια από εκείνα των θεών. Για να την τιμωρήσουν η Λητώ, ο Απόλλων και Άρτεμις σκότωσαν τα παιδιά της και μεταμόρφωσαν τη Νιόβη σε πέτρα επάνω στο Σίπυλο όρος.
Η Νιόβη θρηνεί για τα παιδιά της - ηο βράχος με μορφή γυναίκας στο βουνό Σίπυλο - ΒΑ της Σμύρνης (φωτ.www.mixanitouxronou.gr)
 Οι θεοί του φέρονταν σαν σε ίσο τους. Συχνά κατέβαιναν από τον Όλυμπο στα παλάτια του και τρωγοπίνανε και γλεντάγανε μαζί του. Αλλά και εκείνοι τον καλούσαν στον Όλυμπο και έπαιρνε μέρος στα συμβούλια των θεών,  τρωγόπινε μαζί τους στο παλάτι του βροντορίχτη Δία, του πατέρα του. ‘Όμως τα μυαλά του πήραν αέρα από την τόση ευτυχία και άρχισε να πιστεύει ότι είναι ίσος ακόμη και με τον Δία. Πολλές φορές όταν έφευγε από τον Όλυμπο έπαιρνε μαζί του αμβροσία και νέκταρ, που ‘ταν η τροφή των θεών, και κερνούσε τους θνητούς φίλους του  στα γλέντα που έκανε στο παλάτι του. Ο Τάναταλος φανέρωνε στους ανθρώπους ακόμα και αυτά που αποφασίζανε οι θεοί στο φωτεινό Όλυμπο για την τύχη του κόσμου. Δεν κράταγε τα μυστικά που του εμπιστευόταν ο πατέρας του Δίας. 


Κάποτε σε ένα συμπόσιο ο τρανός γιος του Κρόνου Δίας είπε στον Τάνταλο:  

-   -Γιε μου, ζήτα μου ό,τι θες και θα στο δώσω. Μου είσαι πολύ αγαπητός, γι’ αυτό θέλω και να σου κάνω ό,τι κι αν ποθήσεις.

Ο Τάναταλος ξεχνώντας πως είναι θνητός απάντησε στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία:

-    -  Δεν έχω ανάγκη από τις ελεημοσύνες σου. Τίποτα δε μου λείπει. Η τύχη που μου ‘ταξαν οι μοίρες είναι πιο ωραία ακόμη και από των θεών.

Ο Δίας δεν αποκρίθηκε στον γιο του, σούφρωσε τα φρύδια του και συγκράτησε την οργή του. 


Στην Κρήτη,  όπου γεννήθηκε ο Δίας, μέσα στη σπηλιά  υπήρχε ένα χρυσό σκυλί για να τον φυλάει, όταν ήταν μωρό. Σαν μεγάλωσε ο Δίας και πήρε την εξουσία του κόσμου από τον Κρόνο, άφησε το σκύλο να φυλάει το ναό. Όμως ο βασιλιάς της Εφέσου Πανδάρεος λιμπίστηκε το χρυσό σκυλί, πήγε κρυφά  και το πήρε στο καράβι του. Του ήταν πολύ δύσκολο να κρύψει το ζώο γι αυτό αποφάσισε να το δώσει στον Τάνταλο. Αυτός το έκρυψε από τους θεούς. Ο παντογνώστης Δίας θύμωσε και έστειλε το γιο του Ερμή να πάει να το πάρει. Πράγματι ο Ερμής πήγε και ζήτησε από τον Τάνταλο το χρυσό σκυλί αλλά αυτός αρνήθηκε ότι το έχει. Μάλιστα ορκίστηκε για να του δείξει ότι λέει την αλήθεια. Αυτή του η  προσβολή εξόργισε  τον πατέρα του αλλά και αυτή την φορά δεν τον τιμώρησε. 


Κάποια μέρα που οι θεοί είχαν μαζευτεί στο παλάτι του για να φάνε και να πιούνε ο Τάνταλος θέλησε να τους δοκιμάσει, να δει αν είναι αλήθεια ότι οι θεοί τα ξέρουν όλα. Τοίμασε για τους θεούς ένα φρικτό δείπνο. Σκότωσε τον ίδιο του τον γιο, τον Πέλοπα, τον μαγείρεψε σε ένα καζάνι και σέρβιρε τη σάρκα του στο φαγητό, για να δει αν οι θεοί θα το καταλάβαιναν. Οι θεοί που αντιλήφθηκαν αυτό που είχε συμβεί αρνήθηκαν θα φάνε. Η θεά Δήμητρα όμως ήταν απορροφημένη με το πένθος της για την κόρη της, την Περσεφόνη, επειδή είχε απαχθεί στον Κάτω Κόσμο. Η Δήμητρα χωρίς να το καταλάβει έφαγε τον ώμο του Πέλοπα. Οι θεοί πήραν το φριχτό φαγητό, έβαλαν σε ένα καζάνι τα κόκκαλα και το κρέας κι ανάψανε φωτιά γερή. Και ο Ερμής με ξόρκια ξανάφερε το παιδί  στη ζωή. Και βγήκε πιο ωραίο από πρώτα, μόνον ο ώμος του , που χε φαγωθεί από τη θεά Δήμητρα του ‘λειπε. Ο θεός Ήφαιστος ώμος του ‘φτιαξε παρευτύς, όπως του πρόσταξε ο Δίας, έναν ώμο από ελεφαντόδοντο για να αντικαταστήσουν εκείνον που είχε φαγωθεί. Από τότε όλοι οι απόγονοι του Πέλοπα έχουν στο δεξιό ώμο μιαν άσπρη λαμπερή κηλίδα.
 

Η πράξη αυτή του Τάνταλου έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής του Δία και τον έριξε στο ζοφερό βασίλειο το Πλούτωνα και τον καταδίκασε σε μια φοβερή τιμωρία :  να στέκεται μέσα σε μια λίμνη με καθαρό νερό μέχρι το πηγούνι, αλλά όποτε ήθελε να σκύψει για να πιει νερό, η στάθμη της λίμνης κατέβαινε πολύ χαμηλά, κι έτσι δεν μπορούσε να το φτάσει. Επάνω από τη λίμνη κρέμονταν κλαδιά φορτωμένα με πεντανόστιμα λαχταριστά φρούτα ζουμερά σύκα, ροδοκόκκινα μήλα, ρόιδα, αχλάδια, ελιές και βαριά τσαμπιά από σταφύλια. Όποτε ο Τάνταλος προσπαθούσε να τα πιάσει, ο άνεμος τα σήκωνε ψηλότερα, χωρίς να μπορεί να τα αγγίξει.
Το μαρτύριο του Ταντάλου
 Δεν το βασανίζουν μονάχα η πείνα και η δίψα τον Τάνταλο, μα κι ένας ατέλειωτος τρόμος του σφίγγει την καρδιά. Πάνω από το κεφάλι του στέκει γερτός ένας βράχοςπου μόλις κρατιέται, έτοιμος κάθε στιγμή να πέσει και να τον τσακίσει κάτω από το βάρος του.


Η μοίρα του Ταντάλου έγινε παράδειγμα σε όσους έμπαιναν στον πειρασμό να ενοχλήσουν τους θεούς. Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κόσμο των νεκρών, είδε το μαρτύριο του Ταντάλου.

Ο Τάνταλος και ο ατέλειωτος φόβος του για την πτώση του βράχου
 Πηγές: 
Μύθοι και θρύλοι της Αρχαίας Ελλάδας: Ν. Α. Κουν



Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Σίσυφος

 Ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης. Περίπλοκος χαρακτήρας. και ήταν ονομαστός για την πονηριά και τη σοφία του, ενώ ταυτόχρονα ήταν και πετυχημένος ηγέτης που ίδρυσε τα Ίσθμια, που ήταν αθλητικοί αγώνες και γίνονταν κάθε δύο χρόνια κοντά στην Κόρινθο. Ωστόσο λέγονται και ιστορίες για τον Σίσυφο, που αποκαλύπτουν έναν εγωιστή, επιθετικό και πανούργο άνθρωπο, που έκλεβε και κορόιδευε περαστικούς και αποπλανούσε γυναίκες. Γυναίκα του Σίσυφου ήταν η Μερόπη, μια από τις Πλειάδες, τις επτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα, οι οποίες αργότερα έγιναν αστερισμοί. Ο μεγάλος κυνηγός Ωρίων ήθελε να παντρευτεί την Μερόπη, όμως εκείνη επέλεξε τον Σίσυφο. Κάποιοι λένε ότι επειδή η Μερόπη ήταν η μόνη από τις Πλειάδες που πήρε θνητό σύζυγο, ταπεινώθηκε με αποτέλεσμα το αστέρι της να είναι το πιο θολό, επειδή «έκρυβε» το πρόσωπό της από ντροπή. Με τη Μερόπη ο Σίσυφος έκανε τέσσερις γιους, συμπεριλαμβανομένου του Γλαύκου, που έγινε ο πατέρας του ήρωα Βελλεροφόντη


Ο Σίσυφος όμως είχε σχέσεις και με άλλες γυναίκες. Μια από αυτές ήταν η Τυρώ, κόρη του αδερφού του Σαλμονέα τον οποίο μισούσε. Ο Σίσυφος έμαθε από το μαντείο ότι εάν η Τυρώ γεννούσε τα παιδιά του, εκείνα θα σκότωναν τον Σαλμονέα. Σε κάποιες εκδοχές της ιστορίας ο Σίσυφος παντρεύτηκε την ανιψιά του ενώ σε άλλες την απόκτησε με τη βία. Σε κάθε περίπτωση η Τυρώ και ο Σίσυφος έκαναν δύο γιους. Για να αποτρέψει την προφητεία από το να πραγματοποιηθεί, η Τυρώ σκότωσε τα παιδιά της… μάταια όμως. Ο Δίας οργίστηκε με τον Σαλμονέα επειδή θεωρούσε τον εαυτό του ίσο με το θεό, οπότε τον χτύπησε με έναν κεραυνό.


Μια άλλη ιστορία για τον Σίσυφο, λέει για την κλοπή του κοπαδιού του, από τον διάσημο κλέφτη Αυτόλυκο. Ο πανούργος Σίσυφος σκόπευε να πιάσει επ’ αυτοφώρω τον δράστη: Έδεσε μολυβένιες σφραγίδες στις οπλές των ζώων που έγραφαν τις λέξεις «με έκλεψε ο Αυτόλυκος», και στη συνέχεια ακολούθησε τα ίχνη από το χαμένο του κοπάδι. Έτσι ξεμπρόστιασε τον Αυτόλυκο όταν του είπε ότι το ίδιο το κοπάδι του τον κατηγορούσε για το έγκλημα της κλοπής, καθώς εκείνος δεν το παραδεχόταν.

Μια άλλη εκδοχή περιγράφει ότι ο Σίσυφος αποπλάνησε την κόρη του Αυτόλυκου, Αντίκλεια, για να τον εκδικηθεί. Η Αντίκλεια στη συνέχεια γέννησε τον Οδυσσέα, οπότε σύμφωνα με αυτόν τον μύθο ο ήρωας του Τρωικού Πολέμου και της Οδύσσειας ήταν πραγματικός απόγονος του Σίσυφου, και όχι του Λαέρτη, γεγονός που εξηγεί ευφυή και αδίστακτη φύση του. 
Αρχαία Κόρινθος

 Λέγεται ότι ο Σίσυφος  ήταν ο ιδρυτής της  μεγάλης πόλης Εφύρας,  η οποία μετά ονομάστηκε Κόρινθος. Άλλοι αναφέρουν ότι η μάγισσα Μήδεια έδωσε την Κόρινθο στον Σίσυφο, ο οποίος έγινε βασιλιάς της. 


Η πηγή Πειρήνη στον Ακροκόρινθο
Κάποτε ο Σίσυφος είδε τον Δία να αρπάζει την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού. Όταν έφθασε εκεί ο Ασωπός, αναζητώντας τα ίχνη της κόρης του, ο Σίσυφος προθυμοποιήθηκε να του αποκαλύψει τον δράστη με αντάλλαγμα τη δημιουργία μιας πηγής Πειρήνης στον Ακροκόρινθο. Για να εκδικηθεί τον Σίσυφο ο Δίας παρακάλεσε τον αδελφό του Πλούτωνα να στείλει τον Θάνατο να πάρει τον καταδότη στον Κάτω Κόσμο. Ο Σίσυφος όμως κατάφερε να τον ξεγελάσει και να τον αλυσοδέσει. Με τον θάνατο αιχμαλωτισμένο, ακολούθησαν χρόνια που κανένας άνθρωπος και ζώο δεν πέθαινε και η Γη άρχιζε να στενάζει κάτω από το βάρος. Παράλληλα, φρικτά πληγωμένοι και ακρωτηριασμένοι πολεμιστές από τις μάχες τριγυρνούσαν αναζητώντας μάταια τον δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο. Τελικά, ο Άρης απελευθέρωσε τον Θάνατο και αποκατέστησε την ισορροπία. Εξοργισμένος ο Θάνατος άρπαξε τον Σίσυφο και τον παρέδωσε στους θεούς του Κάτω Κόσμου. 


Ο πανούργος βασιλιάς όμως πριν πεθάνει έδωσε εντολή στη γυναίκα του Μερόπη να μην του προσφέρει τις καθιερωμένες νεκρικές τιμές. Έτσι παρουσιάστηκε στην Περσεφόνη και ζήτησε να του επιτρέψει να ανέβει για τρεις μέρες στον κόσμο των ζωντανών, με σκοπό τάχα να αναγκάσει τη γυναίκα του να κάνει τις δέουσες προσφορές. Η Περσεφόνη πείστηκε και ο Σίσυφος φυσικά δεν έδειξε καμία διάθεση να επιστρέψει στα σκοτάδια του Άδη. Ζούσε στο περίλαμπρο παλάτι του, όπου ξεφάντωνε σε γλέντια και φαγοπότια, όλος χαρά γιατί ήταν ο μόνος θνητός που κατάφερε να ξαναγυρίσει από το ζοφερό βασίλειο των ίσκιων. 
 
Πολύ οργίστηκε ο Πλούτωνας και ξανάστειλε τον Χάρο, να πάρει την ψυχή του Σίσυφου. Πήγε, λοιπόν ο θεός του θανάτου στ’ ανάκτορα του πονηρότερου απ’ όλους τους θνητούς και τον βρήκε σε πλούσιο τσιμπούσι καθισμένο. Ο θεός του θανάτου, που τόσο τον μισούν οι άνθρωποι και οι θεοί, πήρε την ψυχή του Σίσυφου. Τούτη τη φορά η ψυχή του πέταξε για πάντα στο βασίλειο των ίσκιων. 
Οι δυο θεοί του Κάτω Κόσμου με τα σύμβολά τους, ο Πλούτωνας με το σκήπτρο  και η Περσεφόνη με τα στάχυα, παρακολουθούν το μαρτύριο του Σισύφου - μελανόμορφο αγγείο 510-500 π.Χ. - Μόναχο

Στη μεταθανάτια ζωή ο Σίσυφος καταδικάστηκε   να ανεβάζει ένα πελώριο βράχο σε ένα απότομο ύψωμα με σκοπό να τον ρίξει από την άλλη πλευρά. Κάθε φορά όμως που πλησίαζε τον στόχο του, ένα σπρώξιμο ακόμα ήθελε,  ο βράχος κατρακυλούσε προς τα πίσω με βουή, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης,  και το μαρτύριο ξεκινούσε από την αρχή. Έτσι, ο Σίσυφος κατέληξε σύμβολο του μάταιου αγώνα. Αυτή ήταν η τιμωρία του πονηρού βασιλιά, επειδή ανακατεύτηκε στις ερωτικές υποθέσεις του πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Ίσως όμως και με αυτό τον τρόπο ο Πλούτωνας, τον κρατά συνεχώς απασχολημένο για να μη μηχανευτεί ένα νέο τρόπο για να αποδράσει.... 

Πηγές: 
  • Μύθοι και θρύλοι της Αρχαίας Ελλάδας: Ν.Α. Κουν
  • Site: hellasmythology/sisyphus
  • www.mixanitouxronou.gr