Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ο Ηρακλής στον Κιθαιρώνα, οι δάσκαλοί του, η Αρετή και η Κακία



Ο Ηρακλής πάει μουσική

Ο Ηρακλής μεγάλωνε και έφτασε στην ηλικία που έπρεπε να πάρει την εκπαίδευσή του. Είχε τους καλύτερους δασκάλους της εποχής εκείνης. Στα γράμματα και κιθάρα έμαθε από το Λίνο, τοξοβολία έμαθε από τον Εύρυτο, εγγονός του Απόλλωνα από την Οιχαλία, πάλη και πυγμή ο Αυτόλυκος, ο γιος του Ερμή. Την τέχνη της ιππασίας και της αρματοδρομίας του την έμαθε ο ίδιος ο Αμφιτρύωνας. Από τον  Κάστορα  να χρησιμοποιεί τα όπλα στη μάχη, το δόρυ και την ασπίδα. Δάσκαλός του ήταν και ο Ραδάμανθυς, ο οποίος του δίδαξε τη σοφία. Όταν τελείωσε την εκπαίδευσή του τον έστειλαν στο βασιλιά Θέσπιο για πρακτική εξάσκηση και έμεινε εκεί περίπου τέσσερα χρόνια.

Λέγεται ότι μια μέρα που ο δασκαλός του Λίνος του έκανε παρατήρηση ότι δεν έπαιζε καλά κιθάρα εκείνος θύμωσε, τον χτύπησε στο κεφάλι με την κιθάρα και τον σκότωσε. Ο Ηρακλής κατηγορήθηκε για φόνο, αλλά επικαλέστηκε ένα νόμο του Ραδάμανθυ, που έλεγε πως όποιος σκοτώσει κάποιον πάνω στην άμυνα αυτόν που άρχισε πρώτος τον τσακωμό, δεν είναι ένοχος. Έτσι ο Ηρακλής απαλλάχτηκε από την κατηγορία. Όμως ο Αμφιτρύωνας φοβήθηκε μήπως ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και τον έστειλε να φυλάει τα κοπάδια του στον Κιθαιρώνα και έτσι ο Ηρακλής πέρασε ένα μέρος της εφηβείας του απομονωμένος από τους ανθρώπους και καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο ρωμαλέος.
 


Λέγεται ότι μια μέρα ,που βρισκόταν στον Κιθαιρώνα, συνάντησε στο δρόμο του δυο μεγαλόσωμες και πανύψηλες γυναίκες. Η μια ήταν σεμνή και λευκοντυμένη και η άλλη φτιασιδωμένη και προκλητική. Αυτή έτρεξε πρώτη και του συστήθηκε: «Ευδαιμονία με λένε οι φίλοι μου, Κακία οι εχθροί μου. Αν με κάνεις φίλη, θα σου φέρω όλες τις χαρές. Μοναδική σου φροντίδα θα είναι τι να φας  και τι να πιεις, τι ευχάριστο να απολαύσεις και πως θα ζεις χωρίς κόπο». Ύστερα πλησίασε η δεύτερη και του συστήθηκε κι αυτή: «Αρετή με ονομάζουν και αν με ακολουθήσεις θα κοπιάσεις, θα κάνεις έργα δύσκολα για να ευεργετήσεις τους άλλους και όχι μόνο τον εαυτό σου, και πολύ θα μοχθήσεις, αλλά για όλα αυτά θα σε προστατεύουν οι θεοί, θα σε αγαπούν οι φίλοι, θα δοξαστείς μέσα στην Ελλάδα, θα ωφελήσεις τον εαυτό σου και θα σε ευγνωμονούν οι άνθρωποι». Κάθε μια από τις δυο αυτές επιβλητικές γυναικά προσπαθούσε να τον πείσει και να τον πάρει με το μέρος της. Στο τέλος ο Ηρακλής διάλεξε . Άπλωσε το χέρι το κι έπιασε εκείνο της Αρετής. « Το δικό σου δρόμο θα ακολουθήσω». Είπε. 




Η γέννηση του Ηρακλή



Δίας και Αλκμήνη
Ο Δίας είδε μια μέρα την όμορφη Αλκμήνη και αποφάσισε να την κάνει δική του. Ήθελε να κάνει μαζί της τον πιο γενναίο και πιο δυνατό ανάμεσα στους θνητούς, αυτόν που θα γινόταν λυτρωτής των ανθρώπων από τα δεινά. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Αμφιτρύωνα πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα, όπως θα ήταν καθώς όταν θα γύριζε από την εκστρατεία, και ένα βράδυ εμφανίστηκε στην πόρτα της, ενώ γύρω του έβρεχε χρυσή βροχή.

Στο ένα χέρι του κρατούσε χρυσό κύπελλο και στο άλλο ένα περιδέραιο. Η Αλκμήνη ξεγελάστηκε και νόμισε ότι ήταν ο Αμφιτρύωνας, γι' αυτό του ζήτησε να της πει όλα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ο Δίας σαν θεός που ήταν της τα διηγήθηκε και αφού της έδωσε τα δώρα κοιμήθηκε μαζί της

Δίας
Ο Δίας όμως είχε παρακαλέσει τον Ήλιο να μη βγει τρεις μέρες. Έτσι η νύχτα κράτησε όσο τρεις νύχτες. Γι' αυτό ο Ηρακλής, που γεννήθηκε από αυτή τη νύχτα ονομάστηκε "τριέσπσερος" γιατί χρειάστηκαν τρεις νύχτες για τη σύλληψή του και "τρισέληνος", γιατί βγήκε τρεις φορές απανωτά το φεγγάρι χωρίς να γίνει μέρα. Μετά ο Δίας εξαφανίστηκε πριν επιστρέψει ο Αμφιτρύωνας.

           Την ίδια νύχτα ήρθε και ο Αμφιτρύωνας νικητής από τον πόλεμο, αλλά η Αλκμήνη δεν τον υποδέχτηκε όπως περίμενε ο Αμφιτρύωνας. Την ρώτησε να μάθει για πιο λόγο δεν ήταν καλή μαζί του. Η Αλκμήνη παραξενεύτηκε, και με την σειρά του τον ρώτησε γιατί παραπονιόταν αφού πριν από λίγο είχαν πλαγιάσει μαζί και μάλιστα του έδειξε και το χρυσό κύπελλο. Ο Αμφιτρύωνας αρνιόταν και ορκιζόταν πως δεν είχε ξαναρθεί το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της ούτε της είχε δώσει κανένα χρυσό κύπελλο. Αποδείξει για όλα αυτά, έλεγε, ήταν το χρυσό κύπελλο που της έφερνε δώρο από τα λάφυρα ήταν μέσα στο κιβώτιο. ‘Οταν όμως άνοιξαν το κιβώτιο το κύπελλο δεν ήταν εκεί.




Η Αλκμήνη στην πυρά με βροχή
Ο Αμφιτρύωνας δεν ήξερε τι να πει γι' αυτό πήγε και ζήτησε βοήθεια από το μάντη Τειρεσία, ο οποίος του είπε ότι ο Δίας ήταν εκείνος που είχε πάρει τη μορφή του και ενώθηκε με την Αλκμήνη. Έτσι τον Ηρακλή τον συνέλαβε με τον Δία και τον Ιφικλή με τον Αμφιτρύωνα.

 Άλλη παραλλαγή του μύθου λέει ότι ο Αμφιτρύωνας δεν πίστεψε την Αλκμήνη και θύμωσε πολύ για την απιστία της, γι' αυτό άναψε φωτιά με τη βοήθεια του Αντήνορα για να κάψει την άπιστη γυναίκα του. Ο Δίας όμως εξακόντισε τον κεραυνό του, που πέφτει μπροστά στη σωρό των ξύλων, και στέλνει σύννεφα που φέρνουν βροχή για να σβήσουν οι φλόγες.
 
Η γέννηση του Ηρακλή 


Ο καιρός περνούσε και ήρθε η μέρα που η Αλκμήνη θα γεννούσε. Κάλεσε ο Δίας τους άλλους θεούς γύρω του και καυχήθηκε πως το παιδί που θα έφερνε τη μέρα εκείνη στο φως η Ειλείθυια, η θεά της γέννας, θα εξουσίαζε όλους τους άλλους, γιατί ήταν από τη δική του γενιά. Η Ήρα που είχε μάθει τα κατορθώματα του Δία είχε καταστρώσει κιόλας ένα σχέδιο για να τον εξαπατήσει, καμώθηκε πως δεν το πίστευε και τον παρακάλεσε να ορκιστεί ότι πράγματι αυτός που θα γεννιόταν πρώτος αυτή τη μέρα θα κυριαρχούσε σε όλους τους γείτονες.


Ο Ηρακλής και ο Ιφικλής με τα φίδια
Το σχέδιό της ήταν να καθυστερήσει την Αλκμήνη να γεννήσει από τη μια και από την άλλη να επιταχύνει τη γέννα της Νικίππης, της γυναίκας του Σθένελου. Διέταξε τις Mοίρες και την Ειλείθυια να καθυστερήσουν τη γέννηση του παιδιού της Αλκμήνης ώστε να γεννήσει πρώτη η Νικίππη. Έτσι και έγινε. Μέχρι να γεννήσει τον Ευρυσθέα η Νικίππη οι Μοίρες και η Ειλείθυια κάθονταν μπροστά στην πόρτα της Αλκμήνης έχοντας δέσει τα χέρια τους γύρω από τα γόνατά τους. Καθώς κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα πέρασε μια νυφίτσα από μπροστά τους και τότε αυτές τρόμαξαν και έλυσαν τα χέρια τους και αμέσως η Αλκμήνη γέννησε. Παρ' όλα αυτά η Ήρα είχε πετύχει το σκοπό της και ο Ηρακλή είχε γεννηθεί δεύτερος. Μια μέρα μετά από τη γέννηση του Ηρακλή γεννήθηκε και ο αδελφός του Ιφικλής.

Αφού γέννησε η Αλκμήνη, φοβήθηκε την ζήλια της Ήρας και αποφάσισε να μην κρατήσει το παιδί. Πήγε και άφησε το βρέφος σε ένα άλσος που ονομαζόταν "πεδίον Ηράκλειον". Σε λίγο πέρασε από εκεί η Ήρα και η Αθηνά, είδαν το βρέφος και θαύμασαν τη μορφή του. Η Αθηνά έπεισε την Ήρα να το βυζάξει. Καθώς όμως η Ήρα του έδωσε το στήθος το μωρό το δάγκωσε δυνατά και η Ήρα το πέταξε κάτω. Η Αθηνά τότε το σήκωσε και το πήγε στην μητέρα του.


Η Ήρα θηλάζει τον Ηρακλή
Μια άλλη παραλλαγή του μύθου λέει ότι ο Ερμής πήγε κρυφά τον Ηρακλή στην Ήρα, όταν αυτή κοιμόταν, και τον έβαλε στο στήθος της για να το θηλάσει. Το παιδί όμως δάγκωσε το στήθος και η Ήρα από τον πόνο πετάχτηκε από τον ύπνο της, πέταξε το παιδί κάτω και από τα γάλα που χύθηκε από το στήθος της σχηματίστηκε ο γαλαξίας.

Ηρακλής και Αμφιτρύωνας
ρα δεν ξέχασε ποτέ το θυμό της και ήθελε να ξεκάνει τον Ηρακλή. Ένα βράδυ που τα δυο αδέλφια κοιμόντουσαν ήσυχα στη κούνια, που ήταν μια ασπίδα, έστειλε δυο μεγάλα φίδια για να κατασπαράξουν τα βρέφη. Μα ξαφνικά, με τη θέληση του Δία, ένα φως έλουσε το δωμάτιο και τα παιδιά ξύπνησαν. Ο Ιφικλής μόλις είδε τα φίδια άρχισε να κλαίει ενώ ο Ηρακλής δε φοβήθηκε καθόλου, έπιασε τα φίδια από το λαιμό τους και τα έπνιξε. Άκουσε η Αλκμήνη τα κλάματα του Ιφικλή και έτρεξε αναστατωμένη στο δωμάτιο των παιδιών. Μόλις είδε τα πνιγμένα φίδια, τα οποία ακόμη κρατούσε ο Ηρακλής έβαλε μια δυνατή φωνή που έκανε και τον Αμφιτρύωνα να πεταχτεί από τον ύπνο του. Βλέποντας τον Ηρακλή να κρατά γελαστός τα φίδια βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν παιδί του Δία.

Ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη στη Θήβα

  Πριν τρεις και πλέον  χιλιάδες χρόνια στις πλαγιές ενός  αργολικού λόφου άκμασε μια πολιτεία που το όνομά της ήταν Μυκήνες. Στην κορυφή του λόφου υψωνόταν η ακρόπολη με τα κυκλώπεια τείχη της και με την πύλη με τα πέτρινα λιοντάρια τη πολιτεία αυτή βασιλιάς ήταν ο Ηλεκτρίωνας γιος του μεγάλου Περσέα που ήταν γιος της Δανάης. Ήταν δίκαιος και καλός άρχοντας. Σε ένα πανηγύρι μπήκαν οι Τηλεβόες, που κατοικούσαν στην Ακαρνανία, στην αργολική πεδιάδα και άρπαξαν βόδια, άλογα, γιδοπρόβατα, έσπασαν τις αποθήκες, πήραν γεννήματα και δυο τρεις άνδρες αιχμαλώτους και έφυγαν τρέχοντας.

Ο Ηλεκτρύωνας θεώρησε ότι δεν θα ξαναγίνει και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο περιστατικό. Αλλά οι Τηλεβόες έκανα και δεύτερη και τρίτη επιδρομή. Μάλιστα κατά την τρίτη επιδρομή ήρθαν σε σύγκρουση με του Μυκηναίους. Τους κυνήγησαν, έγινε μάχη αληθινή όπου ανάγκασαν τους Τηλεβόες να υποχωρήσουν και να αφήσουν τα ζωντανά και τους αιχμαλώτους. Σε αυτή τη μάχη ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Αμφιτρύωνας, εγγονός του Περσέα και ανιψιός του Ηλεκτρύωνα. Θεώρησε ο Ηλεκτρύωνας ότι ο Αμφιτρύωνας ήταν ο κατάλληλος γαμπρός για την κόρη του, την Αλκμήνη γι’ αυτό και τους αρραβώνιασε.

Αμφιτρύωνας
Πέρασε καιρός και ο γέρο Ηλεκτρύωνας καθισμένος σε ένα κορμό δέντρου καμάρωνε τα βόδια του όταν τον επισκέφτηκε ο ανιψιός του ο Αμφιτρύωνας. Του είχε φέρει κακά μαντάτα για τους δυο γιους του οι οποίοι είχαν σκοτωθεί σε μια μάχη με τους Τηλεβόες, οι οποίοι επιτέθηκαν πάλι στη πόλη των Μυκηνών.
Ο Ηλεκτρύωνας θρήνησε για το χαμό των παιδιών του και αποφάσισε να τιμωρήσει τους Τηλεβόες και  στη θέση του θα άφηνε τον ανιψιό του. Αυτό όμως δεν έγινε γιατί κάποια μέρα, ενώ συζητούσαν ανιψιός και θείος για την εκστρατεία, ακούστηκε μεγάλη φασαρία στο κοπάδι του Ηλεκτρύωνα. Μια δαιμονική ορμή έσπρωχνε τα βόδια στο γκρεμό. Έτρεξε ο Ηλεκτρύωνας να δει τι συμβαίνει και χάθηκε μέσα στον κουρνιαχτό που είχε σηκωθεί. Ο Αμφιτρύωνας πήρε μια μεγάλη κορύνη και πήγε τρέχοντας στο κοπάδι. Μέσα στην αναταραχή ακούστηκε ένας βόγκος κι ένας κρότος, σαν κορμί που πέφτει. Ο Αμφιτρύωνας έτρεξε προς τα εκεί. Ο γερο – Ηλεκτρύωνας κειτόταν νεκρός. Η κορύνη τον είχε που τον χτυπήσει ήταν δίπλα του.
Ο Αμφιτρύωνας έσκυψε πάνω του, πήρε το άψυχο κορμί στα χέρια του και τον πήγε στο καλύβι. Οι βοσκοί στέκονταν γύρω αμίλητοι. Ο Βουκέας, ο επιστάτης των κοπαδιών, συμβούλεψε τον Αμφιτρύωνα να πάει στις Μυκήνες, στο μάντη, να του πει τι πρέπει να κάνει για να εξαγνιστεί, αλλιώς οι θεοί δεν θα τον άφηναν να ησυχάσει.
Χωρίς να χάσει καιρό ο Αμφιτρύωνας πήρε το δρόμο για τις Μυκήνες για να συναντήσει το μάντη. Μόλις τον είδε ο μάντης σήκωσε τα χέρια του ψηλά και τον πρόσταξε να μην πλησιάσει το βωμό γιατί φοβερό κακό έχει κάνει και πρέπει να καθαριστεί.
Αλκμήνη
Τον διέταξε να φύγει από τις Μυκήνες παίρνοντας μαζί του και την Αλκμήνη και να πάει στη Θήβα. Εκεί που θα πάει τον περιμένει μέγας θεός που θα τον τιμήσει και θα τον δοξάσει. Την ίδια μέρα, πάνω σε λαμπρή άμαξα, που την έσερναν δυο δυνατά άλογα, ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη πήραν το δρόμο για τη Θήβα. Βασιλιάς των Μυκηνών και της Τίρυνθας ορίστηκε ο αδελφός του Ηλεκτρύωνα και θείος του Αμφιτρύωνα, Σθένελος, πατέρας του Ευρυσθέα.
Ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη μετά από αρκετές μέρες ταξιδιού έφτασαν στην πύλη του Ισμηνού.  Ζήτησε φιλοξενία από το βασιλιά της επτάπυλης  Θήβας Κρέοντα, αφού εξήγησε το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στην πόλη του. Ο Κρέοντας με μεγάλη χαρά δέχτηκε να τους φιλοξενήσει και να βοηθήσει τον Αμφιτρύωνα, δίνοντάς του στρατό να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της πατρίδας του, τους Τηλεβόας.
Λαίλαπας και Αλεπού
Του ζήτησε πρώτα όμως να σκοτώσει την άγρια αλεπού του Τευμησσού και να λυτρώσει τους κατοίκους της Θήβας από τη μεγάλη συμφορά που τους είχε βρει. Οι Θηβαίοι έπρεπε κάθε μήνα να της προσφέρουν ένα παιδί, αλλιώς άρπαζε και σκότωνε πολλούς πάνω στο θυμό της. Ο Αμφιτρύωνας προσπάθησε να την εξοντώσει, αλλά μάταια γιατί ήταν έτσι φτιαγμένη που να μην μπορεί κανείς να την πιάσει. Άρχισε να ζητάει βοήθεια και τότε σκέφτηκε να απευθυνθεί στον Κέφαλο, που ζούσε στην Αττική, και είχε έναν σκύλο , τον Λαίλαπα, που εν του ξέφευγε τίποτε στο κυνήγι. Πράγματι κάλεσε τον Κέφαλο και του υποσχέθηκε αν θα σκότωνε την αλεπού θα του έδινε ως αμοιβή τα μισά λάφυρα που θα έπαιρνε από τον πόλεμο με τους Τηλεβόες, όταν θα πραγματοποιούσε την εκστρατεία. Κάποια μέρα που το σκυλί κυνηγούσε την αλεπού  και πριν προλάβει να την πιάσει, επενέβη ο Δίας και πέτρωσε τα δυο ζώα.
Μετά πό αυτό ο Αμφιτρύωνας είναι έτοιμος για την εκστρατεία του στους Τηλεβόες. Αφού ετοιμάστηκε ο στρατός ο Αμφιτρύωνας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τους Τηλεβόες. Στο παλάτι η Αλκμήνη περνούσε τις μέρες της περιμένοντας τον αγαπημένο της Αμφιτρύωνα. 

 Ο Αμφιτρύωνας εκστρατεύει κατά των Τηλεβόων
Ο Αμφιτρύωνας μετά την εξέλιξη που είχε το κυνήγι της αλεπούς του Τευμησσού, ετοίμασε την εκστρατεία του εναντίον των Τηλεβόων για να τους τιμωρήσει για το κακό που είχαν κάνει στις Μυκήνες και Τύρινθα. Ο Αμφιτρύωνας σε αυτήν του τη εκστρατεία είχε αρκετούς συμμάχους μεταξύ αυτών και τους Θηβαίους. Αρχηγός της εκστρατείας ορίστηκε ο ίδιος.

Οι Τηλεβόες ήταν κλεισμένη στο κάστρο τους και από τους πολεμούσαν. Παρ όλες τις επιθέσεις που έκαναν δεν μπορούσαν να τους νικήσουν γιατί ο βασιλιάς τους Πτερέλαος ήταν αθάνατος και αήττητος χάριν της χρυσής τρίχας που είχε στο κεφάλι του, δώρο του Ποσειδώνα. Αυτή η χρυσή τρίχα ήταν το μυστικό της δύναμής του.

Ο Αμφιτρύωνας έμαθε το μυστικό και βασανιζόταν με τι τρόπο θα καταφέρει να πάρει τη χρυσή τρίχα από το κεφάλι του. Η λύση ήρθε από κει που δεν την περίμενε ο Αμφιτρύωνας. Μια μέρα που η Κομαιθώ, η κόρη του Πτερέλαου, αντίκρισε από τα τείχη της πόλης της τον Αμφιτρύωνα τον ερωτεύθηκε και τον βράδυ τον επισκέφτηκε στη σκηνή του. Έτσι βρήκε την ευκαιρία ο Αμφιτρύωνας και την παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Της ζήτησε να πάει την ώρα που ο πατέρας της κοιμόταν να του φέρει τη χρυσή τρίχα. Η Κομαιθώ δέχτηκε να τον βοηθήσει και το άλλο βράδυ του έφερε τη χρυσή τρίχα. Την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Πτερέλαος έχανε σιγά σιγά τη δύναμή του μέχρι που πέθανε και έτσι ο Αμφιτρύωνας νίκησε του Τηλεβόες.

Ο μύθος λέει ότι ο Αμφιτρύωνας πριν φύγει σκότωσε την Κομαιθώ γιατί πρόδωσε τον πατέρα της όμως άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρει ότι την Κομαιθώ την έριξαν οι Τηλεβόες από τα τείχη γιατί τους πρόδωσε. Νικητής ο Αμφιτρύωνας πήρε όσα λάφυρα μπορούσε, ανάμεσά τους υπήρχε και η ασπίδα του βασιλιά Πτερέλαου. Τα υπόλοιπα λάφυρα τα μοίρασε στους συμμάχους του. Αφού πήρε τη λεία του πήρε το δρόμο της επιστροφής του για τη Θήβα, ήσυχος πλέον αφού τιμώρησε τους εχθρούς της πατρίδας του.