Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Μινύες



Η Βοιωτία σήμερα κατέχει περίπου την περιοχή που κάλυπτε και η αρχαία Βοιωτία. Το όνομά της το οφείλει στο ελληνικό γένος των Βοιωτών, το οποίο κάποτε εποίκησε την περιοχή αυτή. Όμως η ιστορία του τόπου αρχίζει πολύ νωρίτερα από την άφιξη των Βοιωτών και πέρασε από διάφορες φάσεις. Τριγύρω από τη λίμνη υπάρχουν αποδείξεις συνεχούς παρουσίας από την πανάρχαια εποχή. Πριν 4.000 χρόνια περίπου ελληνικά φύλα από τη βόρειο Ελλάδα και την Θεσσαλία, ίσως επειδή υπερχείλισαν από πλευράς πληθυσμού, ίσως επειδή πιέσθηκαν από άλλα φύλα ξεχύθηκαν προς τα νότια, κατακλύζοντας τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. 
Ως αρχικοί κάτοικοι της Βοιωτίας  φέρονται οι Έκτηνες, οι Ύαντες, οι Άονες και οι Τέμμικες, η δε χώρα ονομάζεται Αονία, λέγεται όμως και Ωγυγία, από τον μυθικό βασιλιά Ωγυγία, γιου του Ποσειδώνα και πατέρας της Αλαλακομενίας και της  Αυλίδας, στον καιρό του οποίου συνέβη ο ένας από τους τρεις μεγάλους κατακλυσμούς της ελληνικής Μυθολογίας, που φέρει και το όνομά του. Οι Έκτηνες, στην περιοχή των Θηβών αποδεκατίστηκαν από έναν μεγάλης εκτάσεως  λοιμό σε άγνωστη εποχή. Το κενό που άφησαν οι Έκτηνες το αναπλήρωσαν τα γειτονικά γένη των Υάντων και Αόνων.
Για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί σε κείνη την μακρινή περίοδο δεν μπορούμε να σχηματίσουμε εικόνα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει ο Παυσανία από την τοπική παράδοση,  πρέπει να υπήρχε μια ενιαία χώρα, χωρίς εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Οι μόνες απειλές προήρχοντο από επιδημικές ασθένειες, όπως ο λοιμός των Εκτήνων και από  τις φυσικές καταστροφές, κατακλυσμός του Ωγύγου. 
Αργότερα ένα άλλο γένος κατερχόμενο από τη Θεσσαλία , υπό την ηγεσία του Ανδρέως, εγκαταστάθηκε στην βόρεια Αονία, στη περιοχή της Κωπαΐδας.
Ο μύθος λέει ήρθαν σαν να πήγαιναν σε γιορτή. Πανέμορφοι, καλοντυμένοι, άνδρες και γυναίκες, νεαρά παιδιά και ηλικιωμένοι, ο καθένας τους απάνω στο δικό του άλογο.  Πάντως υπερίσχυσαν των γηγενών και κατέστησαν τη βόρειο Αονία, ένα ισχυρό κράτος, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και οι γηγενείς. Η επικράτειά τους ονομάστηκε Ανδρηίδα, και η πόλη που ίδρυσε ως πρωτεύουσα ο Ανδρεύς, ονομάστηκε Ανδρηίδα κάπου στην Κωπαΐδα.
  Ο Ανδρεύς είχε πατέρα τον Πηνειό ποταμό, που ρέει  στη Θεσσαλία. Δυτικά των Τεμπών υπάρχουν τοπωνύμια, Μινύας, Ορχομενός και Αλμωνία.
Λίγο μετά από τον Ανδρέα εγκαταστάθηκε στη Θήβα ο Κάδμος, ίδρυσε την Καδμεία και η νότια πλευρά της Αονίας ονομάστηκε Καδμεία.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως θαλάσσια σύνορα της Ανδρηίδας ΒΑ  από τον Ευβοϊκό κόλπο, ΝΔ τον Κορινθιακό κόλπο  και βόρειο σύνορο ήταν η νοητή γραμμή, που, από την Βούλιδα, διέσχιζε τον Ελικώνα, κατέβαινε στην κοιλάδα του Κηφισού, μεταξύ Χαιρωνείας και Πανοπέως, ακολούθως ανηφόριζε από τη συμβολή του Ακοντίου με το Ηδύλιον, προς τις νότιες πλαγιές το χλωμού και κατέληγε στο λιμάνι των Αλών.
Μετά την κάθοδο του Ανδρέως άρχισαν να συρρέουν στην Κωπαΐδα καινούριες ομάδες με διάφορους ηγέτες, όπως τον Αθάμαντα, τον Κόρωνα, τον Αλίαρτο, τον Άλμο. Εγκαταστάθηκαν κατά γένη και ίδρυσαν πόλεις, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα  των οικιστών.
Ο Αθάμαντας, γιος του Αίολου εγκαταστάθηκε ΝΑ της Κωπαΐδας, στο Αθαμανικό πεδίο όπως ονομάστηκε και ίδρυσε την πόλη του Ακραιφνίου. Αφού έμεινε αρκετό διάστημα εκεί μετά μετακινήθηκε δυτικά και εξετάθει σε ένα τεράστιο χώρο, που κάλυπτε τις σημερινές περιοχές της Αλιάρτου, της Κορώνειας και της Λεβαδείας. 
Ο Ανδρεύς έλαβε ως σύζυγο την εγγόνα του Αθάμαντα, την Ευΐππη, με την οποία απέκτησε τον Ετεοκλή, τον μετέπειτα βασιλιά.  Ακολούθησε η κάθοδος του Κορώνου και του Αλιάρτου, εγγόνων του Σίσυφου. Ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και αδερφός του Αθάμαντος. Αυτοί απέσπασαν εδάφη από του Αθαμάνες και ίδρυσαν ο ένας την Κορώνεια και ο άλλος την Αλιαρτία. Μετά από αυτό οι Αθαμάνες περιορίστηκαν στην περιοχή του Λαφυστίου όρους, στην περιοχή της μετέπειτα Λεβαδείας. 
Τον Ανδρέα τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Ετεοκλής ή Κηφισιάδης, γιατί υπέγραφε τα ποιήματά  του ως Κηφισιάδης. Κατά την μαρτυρία του Παυσανία οι αρχαίοι ποιητές θεωρούσαν τον Ετεοκλή γιος του Κηφισού ποταμού, γι’ αυτό τον έλεγαν Κηφισιάδη. Αυτός χώρισε το λαό σε δυο φυλές, εκ των οποίων τη μια την ονόμασε Κηφισιάδα και περιέβαλε το γηγενές στοιχείο του Κωπαϊδικού πληθυσμού.  Η άλλη φυλή ονομάστηκε Ετεόκλεια φυλή και θα έπρεπε να κάλυπτε τους εποίκους αλλά και τους εξ επιμειξίες. Αυτό που έκανε ο Ετεοκλής ήταν να αναγνωρίσει τους αυτόχθονες ως ιδιαίτερη πληθυσμιακή οντότητα και επέτυχε να τους συνενώσει υπό την ηγεσία του. Οι γηγενείς δεν τον έβλεπαν πλέον ως τον συνεχίζοντα την εξουσία των εποίκων, αλλά, ως τον αναγνωρισμένο και από όλους αποδεκτό τοπικό ηγέτη.  Γι’ αυτό  οι ποιητές τον αποκαλούσαν γιο του Κηφισού ποταμού, Κηφισιάδη, δηλαδή τον ταύτιζαν με τους ντόπιους.
Τον καιρό του Ετεοκλή κατέβηκε και η φυλή των Αλμώνων, υπό την ηγεσία του Άλμου, γιου του Σίσυφου, ο ποίος ίδρυσε την πόλη Άλμωνες ή Όλμωνες.
Εκτός της Ετεόκλειας φυλής και της Κηφισιάδας όλες οι άλλες φυλές  συνδέοντα με τον Αίολο.
Μετά το θάνατο του Ετεοκλή βασιλιά έγινε ο Φλεγύας., γιος του Άρη και της Χρύσης, κόρη του Άλμου.    Τότε η πόλη της Ανδρηίδος έπαψε να είναι πρωτεύουσα και ο Φλεγύας ίδρυσε τη Φλεγυαντίδα, αλλά και ολόκληρη περιοχή της Ανδρηίδας  ονομάστηκε Φλεγυαντίδα.  Ο Φλεγύας ήταν φιλοπόλεμος.  Εκστράτευσε κατά του Μαντείου των Δελφών για να το συλήσουν Ο τιμωρός θεός εξαπέλυσε καταιγίδες, σεισμούς, και λοιμό, με συνέπεια να εξολοθρευτεί η φυλή. 
Η δεύτερη κόρη του Άλμου, η Χρυσογένεια είχε αποκτήσει ένα παιδί με τον Ποσειδώνα τον Χρύση, ο οποίος θα γίνει βασιλιάς μετά την καταστροφή των Φλεγύων.  Ο Χρύσης παντρεύτηκε την Ισιόνη και απέκτησαν ένα γιο, τον ηλιογέννητο Μινύα. 
Ο Μινύας  μετά το θάνατο του Χρύση γίνεται βασιλιάς. Και ιδρύει το  κράτος των Μινύων, τη Μινύειο πόλη  και οι κάτοικοι λέγονταν Μινύες. Ο Μινύας ήταν ειρηνιστής, δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι κερδίζουν ή καλυτερεύουν τη ζωή τους με τον πόλεμο.
Οχύρωσε την πόλη του με καταπληκτικά οχυρά, για να αποθαρρύνει τους επιδρομείς και να αποφεύγονται οι αιματηρές συγκρούσει. Κυβέρνησε το κράτος του δημοκρατικά και για όλες τις κρατικές υποθέσεις είχαν τον πρώτο λόγο οι Δημογέροντες. Έχτισε θησαυροφυλάκιο, για να βάζει μέσα τους θησαυρούς του κράτους, έτσι ώστε οι Δημογέροντες να μπορούν να ελέγχουν τα οικονομικά του σε οποιαδήποτε στιγμή.
Ο Μινύας υποστήριζε ακράδαντα πως « οι άνθρωποι καλυτερεύουν μόνο με τις γνώσεις». Η αγωγή των παιδιών ήταν μέλημα και φροντίδα της μάνας γι’ αυτό οι γυναίκες έπρεπε να είναι εκπαιδευμένες. Ιδιαίτερες τιμητικές γιορτές είχαν καθιερωθεί για τις μάνες που ανέτρεφαν καλούς και χρηστούς πολίτες.
Οι σοφότεροι δάσκαλοι από όλες τις πολιτισμένες χώρες, τη Λυδία, την Αίγυπτο, την Κνωσό έφταναν στην πόλη τους, προσκεκλημένοι και ακριβοπληρωμένοι από τους Μινύες για να διδάξουν τα παιδιά τους. Ένα μέρος από τα έξοδα αυτά ήταν αρωγή του κράτους.
Ο Μινύας ήταν και νομοθέτης. Το κράτος, έλεγε,  στους λόγους του, δεν κυβερνιέται από το βασιλιά αλλά από τους νόμους. Γι’ αυτό το κράτος πρέπει να φροντίζει για την τήρησή τους.
Στην εποχή του το κράτος των Μινυών έφτανε μέχρι την Ιωλκό και τις Φέρρες του Βόλου. Η Ιωλκό είχε ιδρυθεί από τον αδελφό του Αθάμαντα, Κρηθέα και ήταν το μεγαλύτερο ναυπηγείο της αρχαιότητας και εκείνοι οι καταπληκτικοί ναυπηγοί ήταν Μινύες και Λήμνιοι.
Το κράτος του Μινύα ήταν ένα από τα πλουσιότερα της εποχής του, όπως λέει και ο Όμηρος:
Τρεις είναι οι πολύχρυσες πόλεις
Ίλιον, Μυκήναι , Ορχομενός.
Ο Μινύας είχε τρεις κόρες: τη Λευκίππη, την Αρσίππη την Αλκαθόη και ένα γιο, τον Ορχομενό.
Το όνομά του προέρχεται από το ρήμα «ορχούμαι» που σημαίνει χορεύω, και τη λέξη «μένος», που σημαίνει πάθος. Πέντε σοφούς είχε φέρει ο πατέρας του, ο Μινύας, να διδάξουν το μοναχογιό του.

Μετά το θάνατο του Μινύα έγινε βασιλιάς ο Ορχομενός. Υπήρξε ο καλύτερος βασιλιάς. Πανέξυπνος, μορφωμένος, ικανός, ειρηνιστής. Επί της βασιλείας του Ορχομενού η πόλη γνώρισε μεγάλες δόξες και πολλά πλούτη. Η πόλη πήρε το όνομά του. Ήταν αυτός που σχεδίασε το αποξηραντικό έργο της Κωπαΐδας.
Την ίδια εποχή τα πανέμορφα και καλοτάξιδα πλοία των Μινυών έπλεαν στο Αιγαίο, περνούσαν τα Δαρδανέλια, έμπαιναν στη Μαύρη θάλασσα, πήγαιναν στα παράλια της Μικράς Ασίας και έφταναν μέχρι τη Μεγάλη Ελλάδα πουλώντας τα καταπληκτικά υφαντά τους και τα κεραμικά τους.
Ζούσαν ειρηνικά, μόνο δουλεύοντας, δημιουργώντας και διασκεδάζοντας: δάσκαλοι, σχολές, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες, ιπποδρομίες, αρματοδρομίες. Η φήμη του Ορχομενού έχει περάσει τα σύνορα της χώρας μας. Η Τότα – Τσάκου- Κονβερτίνο στο βιβλίο της « Ορχομενός η ιστορία του», γράφει ένα καταπληκτικό ποίημα ενός Βραζιλιάνου ποιητή:
Θα ήθελα να ζήσω
εκατό χρόνια στη
χώρα των Μινύων,
         με βασιλέα τον Ορχομενό!
Οι Ορχομένιοι ζούσαν ευτυχισμένοι μαζί με τις γυναίκες τους που ασχολούνταν με την υφαντική και το βάψιμο των νημάτων τους . Κάθε μέρα πήγαιναν στον Υφάντειο λόφο να μαζέψουν κλαδάκια, ρίζες, άγρια αχλάδια και βελανίδια για να τα βράσουν και να κάνουν τις βαφές τους. Χρώματα ζωηρά χαρούμενα.
Ο βασιλιάς Ορχομενός πέθανε σε βαθιά γεράματα. Επειδή δεν είχε δικά του παιδιά κάλεσε τον εγγονό του Φρίξου, τον Κλύμενο και του παραχώρησε τη βασιλεία, μιας και ο Φρίξος ήταν ο αδικημένος της οικογένειας των Αθαμαντίδων.
Ο Κλύμενος γεννήθηκε και μεγάλωσε τη χρυσή εποχή των Μινυών. Διδάχτηκε την ναυπηγική στην Ιωλκό, τη μαντική από τους ιερείς του Μαντείου του Απόλλωνα και τη ζωγραφική από τον Πρωτογένη το Ρόδιο.  Ήταν ο πιο μορφωμένος άνδρας ανάμεσα στους πολιτισμένους Μινύες.
Οι Θηβαίοι δεν μπορούσαν πλέον να ανεχθούν την δόξα των Μινυών και τους έκαιγε η επιθυμία να αρπάξουν τα πλούτη τους. Πίστευαν ότι δε θα ήσαν σε θέση να αντιμετωπίσουν οι Ορχομένιοι με τα χρυσά σανδάλια το δυνατό τους στρατό. Σε μια γιορτή του Ογχηστίου Απόλλωνα ο ηνίοχος που οδηγούσε το άρμα του Μενήκου πέταξε μια πέτρα και σκότωσε τον Κλύμενο. Ο Κλύμενος είχε τέσσερα παιδιά: τον Εργίνο, τον Τροφώνιο, τον Πύλεο και τον Αζέα.
Στο θρόνο του Ορχομενού ανέβηκε ο εικοσάχρονος γιος του ο Εργίνος, ο οποίος κήρυξε πόλεμο στους Θηβαίους και τους νίκησε. Τους υποχρέωσε να πληρώνουν κάθε χρόνο στην πόλη του Ορχομενού φόρο 100 βόδια για είκοσι χρόνια. Ο Εργίνος για να αντιμετωπίζει τους Θηβαίους διατηρούσε πολυάριθμο στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφήνουν οι άνδρες τα χωράφια τους ακαλλιέργητα, παραμελούσαν την κτηνοτροφία τους και κατατάσσονταν στο στρατό. Το κράτος του Ορχομενού φτώχαινε μέρα με τη μέρα.
Κάποτε όταν επέστρεφε ο Ηρακλής από τον Κιθαιρώνα στη Θήβα συνάντησε τους ανθρώπους του Εργίνου, που είχαν πάει να εισπράξουν τους φόρους. Τους έπιασε, τους έδεσε τα χέρια πίσω από το λαιμό, τους έκοψε τις μύτες και τα’ αυτιά και τους έστειλε στον Εργίνο. Εκείνος βέβαια δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια, εξόπλισε στρατό και ξανάρχισαν οι μάχες.
Ο Ηρακλής τότε έφραξε με πέτρες και δέρματα ζώων την καταβόθρα στο Νέο Κόκκινο, που διοχέτευε τα νερά του Μέλανα και του Κηφισού στον κόλπο της Λάρυμνας. Με το τέχνασμα αυτό ο Ηρακλής κατάφερε να καταστρέψει, σιγά σιγά όλα, τα αποξηραντικά έργα, που με τόση τέχνη είχε φτιάξει ο βασιλιάς Ορχομενός.
Ο Ηρακλής είχε μεγάλες γνώσεις υδραυλικής γεωφυσικής. Είχε σπουδάσει στη σχολή του Χείρωνα, εκεί όπου δίδασκαν τις θετικές επιστήμες: τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, το σχεδιασμό των πλοίων, την υδραυλική φυσική, την αστρονομία, την ιατρική.
Ο πόλεμος με τους Θηβαίους κράτησε χρόνια, ο Εργίνος έχασε το στρατό του και οι Μινύες υποχρεώθηκαν να πληρώνουν τα διπλά στους Θηβαίους. Ο Ηρακλής μπήκε νικητής στην πόλη του Ορχομενού και έστησε ένα λιοντάρι για την περίφανη νίκη του. Τώρα ο Ορχομενός μπήκε κάτω από την ηγεμονία των Θηβών.
Οι άνθρωποι του Εργίνου, άνθρωποι με τεράστιες θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις, έφυγαν από τον Ορχομενό τρομοκρατημένοι από τους εισβολείς και έχτισαν αποικίες σε διάφορα μέρη της Μεσογείου.
Ο δεύτερος γιος του Κλύμενος, ο Τροφώνιος έφυγε και κρύφτηκε, κατά μία παράδοση, στη σπηλιά της Έρκυνας. Ο τρίτος ο γιος, ο Πύλεος, έχτισε τη  πόλη του κατά μήκος του Δούναβη. Ακόμη και σήμερα υπάρχει μια μικρή εγκαταλειμμένη πόλη που λέγεται Πύλεο που και τα εκεί ευρήματα μαρτυρούν ότι: «την πόλη έκτισε Πύλεος ο Ορχομένιος». 
Για την καταγωγή των Μινυών έχουν διατυπωθεί οι παρακάτω απόψεις:
  • ·         Ότι η καταγωγή τους ήταν από την Ιωλκό, από όπου τους έδιωξαν οι Φλεγύες.
  • ·         Ότι ήρθαν από την Κρήτη.
  • ·         Ότι ήρθαν από την Καρία της Μ. Ασίας.
  • ·         Ότι ήταν αυτόχθονες που αποίκησαν την Ιωλκό, όπως πιστεύει ο Στράβων.
  • ·         Ότι ήρθαν από τη Λήμνο από όπου τους έδιωξαν οι Πελασγοί και εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο και ύστερα στη Λακεδαίμονα την οποία θεωρούσαν χώρα των προγόνων τους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
  • ·         Ότι ήρθαν από την Αίγυπτο, στο τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας, όπως υποστηρίζει.
Βιβλιογραφία: Ελληνική Μυθολογία εκδ. Αθηνών
 Τότα – Τσάκου- Κονβερτίνο  « Ορχομενός η ιστορία του»
Φλώρος Σπ. "  Λιβαδειακή τριλογία"

Το άσμα του Ουλλικούμμι -ο Τυφώνας στο χετιτικό μύθο


Στο  χετιτικό έπος «Κουμαρμπί» και συγκεκριμένα στο «άσμα του Ουλλικούμμι» συγγενεύει με τον ελληνικό μύθο του Τυφώνα. Σε αυτό περιγράφεται η εκδίκηση του ηττημένου Κουμαρμπί ο οποίος για να εκδικηθεί για την ήττα του, γονιμοποιεί μια γιγάντια πέτρα που μετά από λίγο καιρό γεννά ένα γιγάντιο βρέφος-τέρας. Ο Κουμαρμπί αφού παίρνει στα χέρια το γιο του τον ονομάζει "Ουλλικούμμι", δηλαδή «εξολοθρευτή της πόλης Κουμμίγια» και τον χρίζει βασιλέα του ουρανού και του βασιλικού θρόνου, διατάζοντάς τον: «την θαυμαστή πόλη Κουμμίγια να καταστρέψει και τον μεγάλο Θεό των Καιρών να συντρίψει! Να τον θρυμματίσει όπως το αλάτι λειώνοντάς τον κάτω από τα πόδια του όπως το μυρμήγκι. Να τσακίσει τον θεό Τσαμισού σαν καλάμι. Να ξετινάξει τους θεούς από τον ουρανό σαν πουλιά… Να τους συντρίψει ως σκεύη κεραμέως!»

Ύστερα ο Κουραμπί παραδίδει το γιο του στις θεές Ιρσίρρα για να τον αναθρέψουν βαθιά μέσα στη μαύρη γη, κρυφά από τον θεό των Καιρών και από τους άλλους θεούς. Εκείνες πήραν το μικρό τέρας και το στερέωσαν πάνω στον δεξιό ώμο του Ουπελλούρι, του θεού που στήριζε τον ουρανό και τη γη. Εκεί, ο λίθος ( από διορίτη λίθο ήταν το σώμα του Ουλλικούμμι) αύξανε και σε μια μέρα έπαιρνε ανάστημα μια πήχη (64 εκατ.) και σ’ ένα μήνα ένα πλέθρο (30,82μ.). Στη δέκατη Πέμπτη μέρα ο λίθος είχε μεγαλώσει τόσο που η στάθμη της θάλασσας έφτανε μέχρι τη μέση του και το κεφάλι του ως τον ουρανό.
Όταν ο Θεός των Καιρών έμαθε για τον Ουλλικούμμι δίχασα ολότελα το θάρρος του και τα χέρια του έπεσαν βαριά  σαν παράλυτα. Τότε η αδερφή του Ιστάρ για να τον βοηθήσει έκανε μια προσπάθεια να μαγέψει το τέρας με τη μουσική και το τραγούδι της. Πήρε μια άρπα και το όργανο γαλγατούρι και άρχισε ένα τραγούδι.  Τραγουδούσε η Ιστάρ δίπλα στο κύμα, αλλά μάταια, το τέρας δεν καταλάβαινε τίποτα, σαν να ήταν κουφό  και τυφλός.   Ξαφνικά ένα κύμα μεγάλο ήρθε και της μίλησε: «Για ποιον γεμίζεις το στόμα σου με τραγούδια, ο άνθρωπος αυτός είναι κουφός και τυφλός, δεν έχει καμιά άισθηση. Πήγαινε πίσω Ιστάρ, ξανά στον αδελφό σου, όσο ακόμη αυτός δεν έχει γίνει παντοδύναμος, όσο ακόμα το καύκαλό του δεν έχει γίνει τρομακτικό». Σαν άκουσε αυτά τα λόγια η  Ιστάρ παράτησε τα σχέδιαά της και γύρισε στον αδελφό της, στο θεό των Καιρών.
Ο Θεός των Καιρών κατάλαβε πως όφειλε να σταθεί να πολεμήσει ο ίδιος. Έτσι, ο θεός των Καιρών ζώνεται τα άρματά του και η μεγάλη αναμέτρηση αρχίζει. Στην πρώτη κιόλας μάχη ο Θεός των Καιρών νικιέται από τον δυνατότερο Ουλλικούμμι. Τότε ζητά τη συμβουλή του Έα, του θεού της Σοφίας κι εκείνος με τη σειρά του απευθύνεται στους παλαιότερους θεούς και τους ζητά να του δώσουν το τεράστιο χάλκινο μαχαίρι με το οποίο χώρισαν τον ουρανό από τη γη, για να κόψει τα πόδια του Ουλλικούμμι. Και αφού ο Έα καταφέρνει τελικά και κόβει τα πόδια του γίγαντα, η δύναμή του τελικά περιορίζεται. Τώρα όλοι οι θεοί μαζί επιτίθενται στον Ουλλικούμμι, ο δε  Θεός των Καιρών τον καταδιώκει με το άρμα και τον συντρίβει με τους κεραυνούς το
υ.