Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

O Έρως και Ψυχή στην Ελληνική Μυθολογία


Έρως και Ψυχή. Έργο του Ιταλού γλύπτη, Αντόνιο Κανόβα.
Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω. Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα, που είχε αποκτήσει με τον Άρη, και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει. Στο μεταξύ η Ψυχή υπέφερε τρομακτικά από την αφοσίωση που συσσωρεύτηκε επάνω της.

Τη λάτρευαν και την εγκωμίαζαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο γιατί ο Έρωτας είχε δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην την επιθυμούν. Ενώ οι μεγαλύτερες αδερφές της έκαναν ευτυχισμένους γάμους με όμορφους πρίγκιπες, η αξιολύπητη Ψυχή καθόταν μόνη στο σπίτι, αναθεματίζοντας μυστικά την ομορφιά της. Ο πατέρας της συμβουλεύτηκε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα που τον καθοδήγησε να πάρει την Ψυχή, ντυμένη με νυφικό φόρεμα, σε ένα υψηλό βουνό όπου έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού. Σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός θα ήταν ένας δράκος που πετούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς.

Τρομαγμένος ο πατέρας της Ψυχής υπάκουσε στις συμβουλές του χρησμού και με διάθεση γενικού πένθους, το κορίτσι οδηγήθηκε μακριά από το σπίτι της. Η Ψυχή προσπάθησε να παρηγορήσει τους γονείς της, αλλά παρέμειναν συντετριμμένοι στο θλιβερό παλάτι τους. Η ίδια η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό κλαίγοντας, αλλά ο Ζέφυρος, ο ευγενής δυτικός άνεμος, τη σήκωσε και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι. Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ένα ωραίο δάσος, μια πηγή που έβγαζε καθαρά νερά και ένα εκθαμβωτικό παλάτι χτισμένο από τους θεούς οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι με σκαλίσματα που αναπαριστούσαν όλα τα είδη άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με θαυμάσια ψηφιδωτά και άλλοι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, που σήμαινε ότι ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι λουζόταν από ένα χρυσό φως.Η Ψυχή μπήκε στο παλάτι διστακτικά και την περιποιήθηκαν αόρατοι υπηρέτες. Πήρε έναν σύντομο ύπνο, έκανε μπάνιο και απόλαυσε ένα νόστιμο γεύμα και ευχάριστη μουσική. Εκείνη τη νύχτα ένας άγνωστος άντρας την επισκέφτηκε και έσμιξε μαζί της στο κρεβάτι. Η Ψυχή φοβήθηκε μέχρι θανάτου, αλλά ο άγνωστος τη μεταχειρίσθηκε τρυφερά, αν και εξαφανίστηκε πριν από το φως της ημέρας. Επέστρεφε κάθε νύχτα και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο από τον έρωτά του.

Στο μεταξύ, οι αδελφές της Ψυχής θλιβόταν τόσο πολύ για τους γονείς τους που άρχισαν να την αναζητούν. Ο σύζυγος της Ψυχής την προειδοποίησε ότι οι αδερφές της πλησίαζαν στο παλάτι και της συνέστησε να τις αγνοήσει. Διαφορετικά θα έβλαπταν τον ίδιο και θα προκαλούσαν την καταστροφή της.

Αρχικώς, η Ψυχή συμφώνησε να υπακούσει στις επιθυμίες του, αλλά ένιωθε βαθιά απόγνωση στη σκέψη να μεταχειριστεί τις αδερφές της τόσο σκληρόκαρδα.
Αφροδίτη και Έρως Αλεσάντρο Αλόρι πριν το 1570
Ο σύζυγός της τη λυπήθηκε και της επέτρεψε να υποδεχτεί τις αδελφές της, να τους μιλήσει και να τους δώσει δώρα. Της είπε, ωστόσο, ότι εάν ρωτούσαν ποιος ήταν, αυτή δεν έπρεπε να το συζητήσει και να μη προσπαθήσει να ανακαλύψει την ταυτότητά του ούτε η ίδια. Αυτό θα ήταν καταστρεπτική ενέργεια και θα σήμαινε το τέλος της αγάπης τους. Η Ψυχή τον ευχαρίστησε, του είπε ότι δεν ήθελε να τον χάσει με κανένα τρόπο και του ζήτησε να κανονίσει ώστε ο Ζέφυρος να φέρει τις αδελφές της στο παλάτι. Ο Έρως, που ήταν ο μυστικός εραστής της Ψυχής, ικανοποίησε το αίτημά της και κράτησε την υπόσχεσή του.

Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι της, και όταν μια από αυτές επέμενε να ρωτάει για την ταυτότητα του συζύγου της, απλώς απάντησε ότι ήταν ένας νέος όμορφος άντρας που περνούσε πάντα την ημέρα του κυνηγώντας. Φορτωμένες με θαυμάσια κοσμήματα, οι αδελφές της πήγαν στα σπίτια τους όπου άρχισε να τις τρώει φοβερή ζήλια. Η νεότερη αδελφή τους είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ πλούσια και είχε επίσης βρει έναν απίστευτα όμορφο άνδρα, ενώ αυτές είχαν φορτωθεί με άσχημους, γέρους και ασθενικούς συζύγους.Οι αδελφές αποφάσισαν να δώσουν στην Ψυχή ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρως, που ακόμα η Ψυχή δεν γνώριζε ότι αυτός είναι ο εραστής της, επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και έπειτα της είπε ότι αυτή ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός. Η Ψυχή είχε εκστασιαστεί με αυτά τα νέα, αλλά δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση ότι οι αδελφές της δεν έρχονται με καλό σκοπό.


Βαθμιαίως, χρησιμοποιώντας δόλια τεχνάσματα, οι αδελφές της κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συμπάθειά της και εκείνη, ξεχνώντας το ψέμα που τους είχε πει την προηγούμενη φορά, ότι ο άντρας της ήταν ένας ευκατάστατος πωλητής, αν και αρκετά ηλικιωμένος. Οι αδελφές της, ακόμα πιο ζηλόφθονες, και κορόιδεψαν την Ψυχή ότι ένας χρησμός τους είχε πει πως ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα ένας δράκος που θα την καταβρόχθιζε όταν γεννούσε το παιδί της. Η αφελής Ψυχή έχασε εντελώς το θάρρος της έπειτα από αυτό, παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο σύζυγός της και ικέτεψε τις αδελφές την να την βοηθήσουν. Τη συμβούλεψαν να έχει ένα αιχμηρό μαχαίρι έτοιμο δίπλα στο κρεβάτι της και να κρύψει εκεί και ένα κερί. Μόλις ο σύζυγός της αποκοιμιόταν, θα έπρεπε να το κρατήσει ψηλά και να δει αν όσα της είπαν ήταν αληθινά. Εάν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον καρφώσει με το μαχαίρι. Έπειτα οι αδελφές της θα την έπαιρνα από το παλάτι και θα κανόνιζαν να παντρευτεί με ένα θνητό.

Έρως και Ψυχή Γκιουζέπε Κρίσπι (1707 -1709)
Η Ψυχή αποφάσισε να το δοκιμάσει, αλλά όταν κοίταξε τον σύζυγό της κάτω από το φως του κεριού είδε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο φτερωτός Έρωτας. Το τόξο και τα βέλη του ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Από περιέργεια η Ψυχή ακούμπησε ένα από τα βέλη του και πληγώθηκε από την άκρη του, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον Έρωτα σφόδρα. Ωστόσο το κερί έσταξε πάνω στον ώμο του κοιμισμένου Έρωτα ο οποίος ξύπνησε ξαφνιασμένος και πέταξε μακριά, εξαγριωμένος με την Ψυχή που δεν κράτησε το λόγο της. Εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και υψώθηκε στον αέρα μαζί του.


Όταν η εξάντληση την ανάγκασε να τον αφήσει, ο Έρως αναγνώρισε ότι δεν είχε πραγματοποιήσει τις οδηγίες της μητέρας του κατά γράμμα, είχε πληγωθεί από τα βέλη του και επομένως ερωτεύτηκε απελπισμένα την Ψυχή. Κατάλαβε ότι οι αδελφές της την παραπλάνησαν και αποφάσισε να τις τιμωρήσει. Πέταξε έπειτα μακριά και άφησε την Ψυχή στην ερημιά. Ο Πάν, θεός της φύσης, τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε να προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του Έρωτα
Η Ψυχή ακολούθησε ένα μεγάλο μονοπάτι και βρέθηκε σε μια πόλη όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Είπε στην αδελφή της τι είχε συμβεί αλλά τελείωσε την ιστορία της λέγοντας ότι ο Έρωτας ήθελε τώρα να παντρευτεί αυτή την αδελφή. Εκείνη τρελάθηκε από επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικώς η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό με την ελπίδα ότι ο Έρωτας θα την έπιανε, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια.

Η Ψυχή τότε έφυγε μακριά για να επισκεφτεί την άλλη αδελφή της λέγοντάς την ίδια ιστορία όπου και αυτή ρίχτηκε από την άκρη του βουνού. Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος είπε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα τι συμβαίνει στον γιο της. Ο γλάρος επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο. 
Όταν η Αφροδίτη άκουσε ότι ο Έρωτας είχε πάρει την Ψυχή για αγαπημένη του, πήγε οργισμένη σ’ αυτόν και τον επέπληξε. Αποφάσισε να αφήσει τον γιο της να υποφέρει πολύ περισσότερο και έφυγε πάλι από το παλάτι της. Η Δήμητρα και η Ήρα, που τη συνάντησαν τυχαία, της επισήμαναν ότι ο γιος της ήταν ένα πλήρως ενηλικιωμένο άτομο και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή αλλά η θεά της αγάπης δεν λογικευόταν. 
Η Ψυχή, εν τω μεταξύ, περιπλανιόταν ακόμα απελπισμένα από μέρος σε μέρος αναζητώντας τον σύζυγό της. Ικέτεψε την Δήμητρα και την Ήρα να την βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτήν. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη για να προσπαθήσει να κατευνάσει το θυμό της.
 Ούτε η θεά του έρωτα καθόταν αδρανής. Με το άρμα που έφτιαξε για αυτή ο Ήφαιστος, πήγε να δει τον Δία και ζήτησε την βοήθεια του Ερμή για να μπορέσει να εντοπίσει την Ψυχή. Ο Ερμής ζήτησε από τους ανθρώπους να δηλώσουν εάν και που είχαν δει την Ψυχή. Σχεδόν αμέσως, ένας υπηρέτης της Αφροδίτης αναγνώρισε την Ψυχή και την έσυραν στο παλάτι της θεάς από τα μαλλιά. Η Αφροδίτη ξυλοφόρτωσε την άτυχη Ψυχή χωρίς να ξέρει ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Έσκισε τα ρούχα της και την διέταξε να διαβαθμίσει και να ταξινομήσει μια απέραντη ποσότητα όλων των ειδών σιταριού και φασολιών. Η Ψυχή δεν είχε καμιά ιδέα από που να αρχίσει αλλά τα μυρμήγκια την βοήθησαν και ταξινόμησαν όλους τους κόκκους γι’ αυτήν.

Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και τη διέταξε να φέρει μια τούφα μαλλιού από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουραζόταν στη σκιά, να μαζέψει μερικό μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά. Πάλι όμως η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη.

 Η Ψυχή έπρεπε τώρα να ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό από μια πηγή που προερχόταν από τον ποταμό του Κάτω Κόσμου Στύγα. Η καρδιά της Ψυχής βούλιαζε καθώς ανέβαινε στο βουνό. Δράκοι βγήκαν από τις τρύπες τους, ενώ ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν. Σε εκείνο το σημείο ένας αετός, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει. Συμβούλεψε την Ψυχή να μην πάει η ίδια να πάρει το επικίνδυνο νερό και γέμισε εκείνος το δοχείο γι’ αυτή. Άλλη μια φορά η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη.

Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του Άδη, Περσεφόνη. Η Ψυχή ήταν έξω φρενών και συλλογίστηκε να πηδήξει από έναν πύργο. Ο πύργος, ωστόσο, τη λυπήθηκε και της εξήγησε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο. Είπε στην Ψυχή να πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και ειδικά γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί – φρουρό του Άδη, Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει για έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι καθώς και έναν γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει στη βάρκα του Χάροντα, γιατί ήταν παγίδες που έβαλε η Αφροδίτη. Εάν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα από ψωμί.


Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. Ύστερα όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σ’ αυτό αλλά η Ψυχή έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο. Εν τω μεταξύ ο Έρως είχε αναρρώσει από το έγκαυμά του. Γεμάτος με σφοδρή επιθυμία για την Ψυχή, δραπέτευσε από το δωμάτιο στο οποίο τον είχε φυλακίσει η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και επέστρεψε τον ληθαργικό ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να εκτελέσει την αποστολή της πλήρως.

 Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της. Ο Δίας συμφώνησε με το αίτημα του Έρωτα και κάλεσε τους θεούς να συγκεντρωθούν για να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του. Δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται επιτέλους όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι ως επιπόλαιος νέος, και κατέστησε σαφές στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν έναν γιο, τον Βόλουπτας (φιλήδονος).

Η ιστορία όπως ειπώθηκε εδώ, μια παγκοσμίως διάσημη ιστορία, σχετίζεται με τον Ρωμαίο συγγραφέα Απουλήιο που την περιλαμβάνει στην ανθολογία του «Ο χρυσός γάιδαρος». Εκτός από συγγραφεύς, ο Απουλήιος ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.


ΠΗΓΗ:anixneuseis.gr

Ο θεός Διόνυσος


  •      Διόνυσος Ζαγρεύς – ο πρώτος Διόνυσος - ο  μύθος της γέννησης του

Ο Διόνυσος είναι γιος του Θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές Θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι Ολύμπιος Θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί  ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα.

Ο Ευριπίδης λέει για τον Διόνυσο:

« Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς  στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες.

Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους και αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους».

Οι δυο τελευταίοι στίχοι του ομηρικού ύμνου για τον Διόνυσο αναφέρουν:             '' Χαρε τέκος Σεμέλης εώπιδος` οδέ πη στι σεό γε ληθόμενον γλυκερν κοσμσαι οιδήν'' δηλ. « Γεια σου τέκνο της όμορφης Σεμέλης …όποιος σε λησμονήσει δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει».  

Ο Αριστοφάνης λέει στο θεό του κρασιού, "Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ' εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν' ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο "Εύιος, Εύιος".

Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος".

 (Βρόμιος το άλλο όνομα του Βάκχου. Εύιος  επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί).


 

Ο Ζαγρεύς ήταν θεός των Ορφικών, γιoς του Δία και της Περσεφόνης, ο "πρώτος Διόνυσος". Γεννήθηκε σε ένα σπήλαιο της Σικελίας,  όταν Δίας μεταμορφωμένος σε φίδι συνευρέθει με την κερασφόρο Περσεφόνη, γι’ αυτό και ο Διόνυσος είχε κέρατα.

Ο Νόννος στα «Διονυσιακά» γράφει για τη συνεύρεση του Δία με την Περσεφόνη:: «Ο δράκοντας γαμπρός σύρθηκε κουλουριασμένος γεμάτος πόθο στη σκοτεινή παρθενική κάμαρα της Περσεφόνης, σείοντας τα δασιά σαγόνια του. Κοίμισε τα φοβισμένα μάτια των όμοιων με αυτών φιδιών που στέκονταν φρουροί στην πόρτα…. Και με το στόμα ερωτικά άρχισε να γλείφει απαλά το σώμα της κοπέλας. Από τον γάμο με το ουράνιο φίδι η κοιλιά της Περσεφόνης σκίρτησε με το γέννημα μάσα της, και γέννησε τον Ζαγρέα, το κερασφόρο βρέφος, που ανέβηκε από μόνο του στον επουράνιο θρόνο του Δία και με το μικρό του χέρι κράδαινε την αστραπή. Αυτό το νεογέννητο σήκωσε και βάστηξε με τα βρεφικά του χέρια τους κεραυνούς…»

Κερασφόρος Διόνυσος
Ο Δίας τον προόριζε για τη διαδοχή και την κυριαρχία στον κόσμο και για να τον προφυλάξει από την Ήρα, τον εμπιστεύθηκε στον Απόλλωνα και τους Κουρήτες, οι οποίοι τον έκρυψαν στα δάση του Παρνασσού.

Η Ήρα ανακάλυψε που ήταν κρυμμένο το κερασφόρο βρέφος κι έστειλε τους Τιτάνες οι  οποίοι είχαν βαμμένα τα πρόσωπά τους με άσπρη σκόνη για να τον ξεγελάσουν για να το εξοντώσουν. Εκείνοι για να τον παγιδέψουν του πρόσφερα  δώρα ένα ρόμβο, έναν αστράγαλο, χρυσά μήλα, μία σβούρα και έναν φανταχτερό καθρέφτη φτιαγμένο από τον Ήφαιστο που αντανακλούσε όλο το σύμπαν. Το παιδί κοίταξε το είδωλό του μέσα σε αυτό το πλανερό καθρέφτη και κυριεύθηκε με ναρκισσισμό. Οι Τιτάνες κινούσαν τον καθρέφτη και παρέσυραν το παιδί σε μέρος απροστάτευτο όπου και του επιτέθηκαν.  Τότε ο Ζαγρεύς άρχισε να αλλάζει μορφές στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Μεταμορφώθηκε κατά σειρά σε λιοντάρι, τίγρη, άλογο, φίδι, και όταν πήρε τη μορφή ταύρου, οι Τιτάνες τον έπιασαν, τον κομμάτιασαν, έβρασαν το κρέας του σ' ένα καζάνι κι έφαγαν ένα μέρος του. Ο Απόλλωνας μάζεψε τα κομμάτια του Ζαγρέα και τα έθαψε στους Δελφούς.

Οι Τιτάνες κατασπαράζουν το Διόνυσο
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Θεός Απόλλωνας συγκατοικούσε στο Δελφικό Μαντείο με τον θεό Διόνυσο εναλλάσσοντας ρόλους δεσπότη. Ο Διόνυσος τους τρεις χειμερινούς μήνες, που ο Απόλλωνας βρισκόταν στη χώρα των Υπερβορείων, ήταν ο κύριος των Δελφών. 

Σύμφωνα με το μύθο την καρδιά του, η οποία είχε μείνει ανέπαφη, την κονιορτοποίησε ο Δίας και τη διέλυσε σε ένα ποτό που το πρόσφερε στη Σεμέλη. Εκείνη τότε έμεινε έγκυος κι έφερε στον κόσμο το Νεώτερο Διόνυσο.

Υπάρχουν και άλλες εκδοχές γι την ανάσταση του θεου όπως:

·         το θεό τον ανάστησαν η Ρέα ή η Δήμητρα αφού πρώτα συγκόλλησαν τα μέλη του.

·         ή ότι η Θεά Αθηνά περισυνέλεξε την παλλόμενη καρδιά του και την πήγε στο Δία. Εκείνος την τοποθέτησε σε ένα γύψινο ομοίωμα του Διονύσου που ζωντάνεψε αμέσως. Οι Νύμφες ανέλαβαν τη φροντίδα του παιδιού και το κουνούσαν σε ένα λιχνιστήρι δημητριακών (λίκνο) απ' όπου ονομάστηκε Ζαγρεύς (Διόνυσος) Λικνίτης.

  Ο Δίας τιμώρησε τους Τιτάνες για αυτή την αποτρόπαια πράξη, κατακαίγοντάς τους με τους κεραυνούς του. Από τις στάχτες τους δημιουργήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο σύμφωνα με τον Πλάτωνα φέρει ως είδος «προπατορικού αμαρτήματος» εκ της καταγωγής του την «θεοκτονία» και την «θεοφαγία» του Διονύσου-Ζαγρέα.

 


  •       Η γέννηση του νέου Διονύσου 

Όταν ο Δίας σαγηνεύτηκε από την παρθενική ομορφιά της Σεμέλης, κόρη του Κάδμου, βασιλιά των Θηβών, και της Αρμονίας, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, την πλησίασε κι ενώθηκε μαζί της. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Διόνυσος.

Η ζηλιάρα Ήρα δεν επρόκειτο όμως ν' αφήσει ασυγχώρητη κι αυτή την απιστία του συζύγου της. Τυφλωμένη από τη ζήλια της και διψώντας για εκδίκηση, εμφανίστηκε στη Σεμέλη σύμφωνα με τον Οβίδιο, με τη μορφή γριάς τροφού και της υπέβαλε την επιθυμία να ζητήσει από τον Δία  να πάει κοντά της με τη θεϊκή του μορφή κι όχι μ' ανθρώπινη μορφή, όπως πάντα εμφανιζόταν μπροστά της. Αυτό θ' αποδείκνυε πως την αγαπά πραγματικά.

Η Ήρα ως τροφός
Αφελής κι ανυποψίαστη η κόρη του Κάδμου, την επόμενη φορά που την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Μάταια προσπάθησε ο Δίας με λόγια αγάπης να τη μεταπείσει. Λυγίζοντας μπροστά στην επιμονή της εμφανίστηκε στην κάμαρα της πάνω σε άρμα μεγαλοπρεπής, φωτεινός σ' όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο όμως ν' αντέξει η άμοιρη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που εκτινάσσονταν από τα χέρια του. Την ώρα που οι φλόγες ΄τύλιξαν την έξι μηνών έγκυος Σεμέλη ο Δίας έσωσε βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του.  Όταν συμπληρώθηκαν οι εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του, στην Ικαρία. Την γέννησή του στην Ικαρία επιβεβαιώνουν αρκετά αρχαία κείμενα, όμως υπάρχουν και άλλες περιοχές που την διεκδικούν. 
Ο Δίας σώζει το παιδί



Ο Δίας εμφανίζεται με τη θεϊκή του μορφή


Ο Διόνυσος απέκτησε την αθανασία, που ξεχωρίζει τους θεούς από τους
θνητούς όχι μόνο γιατί πατέρας του ήταν ο Δίας, αλλά περισσότερο επειδή γεννήθηκε από θεό τη δεύτερη φορά. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Διόνυσος γεννήθηκε δυο φορές.


 Ο βασιλιάς των αθανάτων ήξερε πολύ καλά πως η ζηλόφθονη σύζυγός του θα έστρεφε γρήγορα το θυμό της στο νεογέννητο παιδί. Γι' αυτό ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του. Αυτός το παρέδωσε στην αδερφή της Σεμέλης, την Ινώ. Η πανούργα Ήρα όμως έστειλε τρέλα στην Ινώ και τον άντρα της κι άρχισαν ανελέητα να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Η θεά έλπιζε πως θα σκοτώσουν έτσι και τον Διόνυσο, αλλά ο φτερωτός θεός πρόφτασε και γλίτωσε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε αυτή τη φορά στις Νύμφες. Αυτές τον ανέθρεψαν με περισσή στοργή κι αγάπη, στο δάσος όπου κατοικούσαν. Πράγματι, πουθενά αλλού δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε να μεγαλώνει ο θεός του αμπελιού, παρά σ' ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια.

Εκεί ποτέ δε συναντούσε ανθρώπους. Κι όταν ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης Λυκούργος διατάραξε την ηρεμία της συντροφιάς κυνηγώντας τις Νύμφες, κατατρομιάζοντας τον Διόνυσο, ο οποίος για να σωθεί βούτηξε στη θάλασσα από όπου τον περιμάζεψε η θεά Θέτιδα. Ο Όμηρος αναφέρει πώς οι θεοί αναλαμβάνουν την τιμωρία του Λυκούργου με αποτέλεσμα ο Δίας να τον τυφλώσει. Ωστόσο ο Αισχύλος δίνει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου καθώς εμφανίζει τον Διόνυσο ως ενήλικα, που επιχειρεί να διασχίσει τη Θράκη για βαδίσει κατά των Ινδών και τιμωρεί ο ίδιος τον Λυκούργο. Έτσι σκληρή ήταν πάντα η τιμωρία για όλους εκείνους τους ανθρώπους που επιβουλεύονταν το θεό Διόνυσο.

 Την ίδια άσχημη τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν το θεό, καθώς αυτός, όπως λέει ο μύθος, έφευγε από την Ικαρία. Όταν είδαν ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θ' αποκομίσουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Οι άμυαλοι θνητοί ωστόσο συνέχιζαν τις προσπάθειές τους. Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: "Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο".

Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν' αφήσουν να τους φύγει "τέτοιος θησαυρός". Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ' όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ' ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Όλους τους μεταμόρφωσε ο Διόνυσος σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του.

Ο Διόνυσος ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και ο πιο  αγαπητός στους ανθρώπους, τους οποίους είχε βοηθήσει αρκετές φορές. Όπως ο Προμηθέας τους έδωσε τη φωτιά ή ο Ασκληπιός τις πρώτες βάσεις της ιατρικής, έτσι και ο Διόνυσος τους πρόσφερε το αμπέλι και το κρασί.

Λένε πως για πρώτη φορά φανέρωσε το κρασί στο βασιλιά της Αιτωλίας, τον Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος από τη νοστιμιά τους έφερε και στο βασιλιά του για να τον ευχαριστήσει. Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια από το όνομα του τσοπάνη.

Στην Κρήτη βρέθηκαν πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β – κάποια από αυτές χρονολογείται το 1400 π.Χ. και έγραφε «Στον Διόνυσο», δηλ. οι αμφορείς με κρασί και μέλι ήταν αφιερωμένοι στο Διόνυσο.  Το όνομα του Διονύσου αναφέρεται και σε δύο μυκηναϊκές πινακίδες από την Πύλο του 13ου αι. π.Χ. , η μία μάλιστα φαίνεται να συνδέεται και με κρασί.  Οι επιγραφές που είναι απάνω από 3000 χρόνια μας δίνουν την πρώτη γραπτή αναφορά στον Διόνυσο και την πρώτη σύνδεση του θεού με το κρασί.

Ιερά του ζώα ήταν: ο πάνθηρας, το λιοντάρι, ο ταύρος και τράγος.

Ιερά του φυτά και δέντρα: το πεύκο, η άμπελος, η συκιά, ο κισσός, η μυρτιά.

Ιερά του σύμβολα: ο Θύρσος και η μάσκα.



Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στ' ασταμάτητα γλέντια του. Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται ήρεμα και γαλήνια, μοιάζοντας με θεά. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ' όνειρο του Θησέα και μ' απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να κάνει δική του την όμορφη νέα. Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Ο Διόνυσος της χάρισε χρυσό στεφάνι, έργο του Ηφαίστου, και την έφερε μαζί του στον Όλυμπο. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού. Το δε στεφάνι της έγινε αστερισμός έγινε ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου. Ο  Απολλώνιος ο Ρόδιος γράφει στα Αργοναυτικά του:

«Ακόμα το σήμαδι της φαίνεται στα ουράνια

κι ανάμεσα στα 'στραφτερά σύμβολα τ' ουρανού

τ' αστροστόλιστο στέμμα της Αριάδνης γλιστρά»



Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια κρατώντας το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο κι επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους. Και βέβαια, ως θεός της χαράς και του κεφιού, δεν ταξίδευε μόνος του. Τον ακολουθούσε ένα πολύβουο πλήθος. Στο πλήθος αυτό έβλεπες γυναίκες που χόρευαν με έξαλλο τρόπο, τις Μαινάδες, όπως λέγονταν, και παράξενα όντα που ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί. Αυτούς τους έλεγαν Σάτυρους και Σιληνούς. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, τη Λιβύη κι άλλες χώρες της Αφρικής. Πέρασε στην  Ασία, και έφτασε μέχρι και την Ινδία την οποία και κατέκτησε. 

Σε ανάμνηση του διαμελισμού και της ανάστασης του Ζαγρέως οργανώνονταν στις αρχές Δεκέμβρη πάνω στο Παρνασσό κάθε δυο χρόνια οργιαστικές γιορτές προς τιμή του, από αττικές και δελφικές μαινάδες, ή βάκχες ή  Θυιάδες ή τις ιέρειες του Διονύσου στο ναό του Πύθιου Απόλλωνα.

Γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους που κρατούσαν στο ένα χέρι τους αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο – ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και με ένα κουκουνάρι στην άκρη – και βάκχευαν, αυτό θα πει έπεφταν σε θρησκευτική υστερία.

Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του πανύψηλου βουνού, ενώ τα τύμπανα, τα χάλκινα κύμβαλα  και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς των, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. ‘Οποιο αγρίμι έβρισκαν στις λαγκαδιές του Παρνασσού  χύνονταν και το έπιαναν το ξέσχιζαν με τα χέρια τους και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, που τους τη χάριζε ο Διόνυσος . Στη λατρεία του Διονύσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο.

Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου,  «ωμοφαγία»,  ή άλλου ζώου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού, «θεοφαγία» κι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του και θα οικειοποιούντο τη δύναμη και τις ιδιότητές του. Τρώγοντας κανείς λίγο ωμό από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ’ αυτόν θα περνούσαν μέσα σ’ άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση».

 Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η ιδέα του ότι ο άνθρωπος μπορεί να ενσωματώσει ένα πράγμα τρώγοντάς το ή πίνοντάς το, είναι πολύ παλιά. Ο μύστης πίνοντας το κρασί το οποίο συμβολίζει το αίμα του σταφυλιού, το ταυτίζει με το αίμα του σπαραζόμενου θύματος της ωμοφαγίας, και στο βάθος των συνειρμών το γέψιμό του είναι μετάληψη από το αίμα του θεού- αίμα σταφυλής  - αίμα Διονύσου.  Στις « Βάκχες» ο Ευριπίδης γράφει:

«Πίνοντας το κρασί του πίνουμε αυτόν. Μέσω αυτού του δώρου ο άνθρωπος ξαναγίνεται καινούριος».

Η λειτουργία της μετάληψης υπήρχε σε πολλές προχριστιανικές αρχαίες

θρησκείες, στη θρησκεία του Μίθρα σε ινδιάνικες και μεξικάνικες θρησκείες και γενικά σε όλο τον αρχαίο κόσμο.  Ωμοφαγία – ανθρωποφαγία  συναντάμε στα Αγριώνια, ιεροτελεστία προς τιμήν του Διονύσου όπου  στα αρχαιότατα χρόνια τρώγανε μια τις Μινυάδες γυναίκες  στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Αυτό σταμάτησε και αντικαταστάθηκε από ζώα και στη συνέχεια με συμβολικό θάνατο ζώου.

Μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης ("Βάκχες" 757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει "π δ βοστρύχοις πρ φερον, οδ' καιεν γιατί, ως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν, είτε μια ιδανική "υπέρβαση" είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες... Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, "μφρονες δ οσαι ο"  (Πλάτων "Ιων", 534 α). 

Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη.  

Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια με το κρασί και το χορό και οδηγεί κατευθείαν στην κάθαρση, δηλ στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Αυτή η μανία αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου.  Όποιος όμως δίνεται στο θεό Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.

Ιδιαιτέρως επίσης πρέπει να τονιστεί, ότι από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, κάτι που μας επιτρέπει, και δικαίως, να θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης ως θεό της ποίησης και της μουσικής. 

Ο Διόνυσος από άλλη άποψη ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ' αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία.

Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης θεό της ποίησης και της μουσικής.

Σ' όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.



*      Η ακολουθία του Διονύσου: Α. Μαινάδες

Οι Μαινάδες απεικονίζονται να φορούν στεφάνια από κισσό, σμίλακα (αρκουδόβατος) και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού). Τα πόδια τους ήταν γυμνά ή με ελαφρά σανδάλια Στην αρχή  έχουν δεμένα τα μαλλιά τους αλλά στη συνέχεια αυτά λύνονται από τον ξέφρενο χορό.  Κρατούν ζώα όπως μικρά ελάφια ή πανθηράκια ή τα ‘χουν ριγμένα στους ώμους τους και τα κρατούν από το ένα τους πόδι.  Φίδια έχουν τυλιγμένα στα χέρια τους. Κρατούν αγγεία κυρίως κάνθαρο, τη διονυσιακή κούπα, καθώς κισσό και δαφνόκλαδα. 

Β. Σειληνοί και Σάτυροι

Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.  Δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές για τα όντα αυτά παρά μόνο απεικονίσεις. Στην αρχή ήταν ξεχωριστοί κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι δύο διαφορετικές ονομασίες για τους «δαίμονες των βουνών και των δασών αλλά και του κάτω κόσμου», αυτό ενισχύεται και από την εμφάνισή τους, είναι αλογάνθρωποι χαρακτηριστικό των χθόνιων δαιμόνων. Το άλογο είναι ένα σύμβολο δυνάμεων του Κάτω Κόσμου.Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Σιληνοί είναι γέροι και οι Σάτυροι νέοι. Ήταν άνδρες με γενειάδα και σγουρά μαλλιά, πλακουτσωτή μύτη με μεγάλους και όρθιους φαλλούς.

Οι Σειληνοί κατάγονταν από την Θράκη και έμοιαζαν περισσότερο με τους Κενταύρους. Είχαν αυτιά, ουρά οπλές και κάποιες φορές μάλιστα και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Πατρίδα των Σατύρων ήταν  η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο  στα πόδια, πολλές φορές με μορφή τράγου, ακόμα  και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Στον απλό λαό η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος και «Ελευθέριος» ο απελευθερωτής θεός που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Μ' αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό.


Ο Γάλλος φιλόσοφος  Βερνάν στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά για τη Διονυσιακή θρησκεία:  “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες αν και αποκλεισμένες στην πολιτική ζωή ως Βάκχες έχουν κυρίαρχο ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης.
Οι συμμετέχοντες στη Διονυσιακή λατρεία βιώνουν μια ριζικά διαφορετική εμπειρία, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, καταργούνται όλα τα όρια, πέφτουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο, φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό αλλά και οι κοινωνικοί.