Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Ο θεός Διόνυσος


  •      Διόνυσος Ζαγρεύς – ο πρώτος Διόνυσος - ο  μύθος της γέννησης του

Ο Διόνυσος είναι γιος του Θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές Θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι Ολύμπιος Θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί  ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα.

Ο Ευριπίδης λέει για τον Διόνυσο:

« Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς  στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες.

Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους και αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους».

Οι δυο τελευταίοι στίχοι του ομηρικού ύμνου για τον Διόνυσο αναφέρουν:             '' Χαρε τέκος Σεμέλης εώπιδος` οδέ πη στι σεό γε ληθόμενον γλυκερν κοσμσαι οιδήν'' δηλ. « Γεια σου τέκνο της όμορφης Σεμέλης …όποιος σε λησμονήσει δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει».  

Ο Αριστοφάνης λέει στο θεό του κρασιού, "Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ' εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν' ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο "Εύιος, Εύιος".

Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος".

 (Βρόμιος το άλλο όνομα του Βάκχου. Εύιος  επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί).


 

Ο Ζαγρεύς ήταν θεός των Ορφικών, γιoς του Δία και της Περσεφόνης, ο "πρώτος Διόνυσος". Γεννήθηκε σε ένα σπήλαιο της Σικελίας,  όταν Δίας μεταμορφωμένος σε φίδι συνευρέθει με την κερασφόρο Περσεφόνη, γι’ αυτό και ο Διόνυσος είχε κέρατα.

Ο Νόννος στα «Διονυσιακά» γράφει για τη συνεύρεση του Δία με την Περσεφόνη:: «Ο δράκοντας γαμπρός σύρθηκε κουλουριασμένος γεμάτος πόθο στη σκοτεινή παρθενική κάμαρα της Περσεφόνης, σείοντας τα δασιά σαγόνια του. Κοίμισε τα φοβισμένα μάτια των όμοιων με αυτών φιδιών που στέκονταν φρουροί στην πόρτα…. Και με το στόμα ερωτικά άρχισε να γλείφει απαλά το σώμα της κοπέλας. Από τον γάμο με το ουράνιο φίδι η κοιλιά της Περσεφόνης σκίρτησε με το γέννημα μάσα της, και γέννησε τον Ζαγρέα, το κερασφόρο βρέφος, που ανέβηκε από μόνο του στον επουράνιο θρόνο του Δία και με το μικρό του χέρι κράδαινε την αστραπή. Αυτό το νεογέννητο σήκωσε και βάστηξε με τα βρεφικά του χέρια τους κεραυνούς…»

Κερασφόρος Διόνυσος
Ο Δίας τον προόριζε για τη διαδοχή και την κυριαρχία στον κόσμο και για να τον προφυλάξει από την Ήρα, τον εμπιστεύθηκε στον Απόλλωνα και τους Κουρήτες, οι οποίοι τον έκρυψαν στα δάση του Παρνασσού.

Η Ήρα ανακάλυψε που ήταν κρυμμένο το κερασφόρο βρέφος κι έστειλε τους Τιτάνες οι  οποίοι είχαν βαμμένα τα πρόσωπά τους με άσπρη σκόνη για να τον ξεγελάσουν για να το εξοντώσουν. Εκείνοι για να τον παγιδέψουν του πρόσφερα  δώρα ένα ρόμβο, έναν αστράγαλο, χρυσά μήλα, μία σβούρα και έναν φανταχτερό καθρέφτη φτιαγμένο από τον Ήφαιστο που αντανακλούσε όλο το σύμπαν. Το παιδί κοίταξε το είδωλό του μέσα σε αυτό το πλανερό καθρέφτη και κυριεύθηκε με ναρκισσισμό. Οι Τιτάνες κινούσαν τον καθρέφτη και παρέσυραν το παιδί σε μέρος απροστάτευτο όπου και του επιτέθηκαν.  Τότε ο Ζαγρεύς άρχισε να αλλάζει μορφές στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Μεταμορφώθηκε κατά σειρά σε λιοντάρι, τίγρη, άλογο, φίδι, και όταν πήρε τη μορφή ταύρου, οι Τιτάνες τον έπιασαν, τον κομμάτιασαν, έβρασαν το κρέας του σ' ένα καζάνι κι έφαγαν ένα μέρος του. Ο Απόλλωνας μάζεψε τα κομμάτια του Ζαγρέα και τα έθαψε στους Δελφούς.

Οι Τιτάνες κατασπαράζουν το Διόνυσο
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Θεός Απόλλωνας συγκατοικούσε στο Δελφικό Μαντείο με τον θεό Διόνυσο εναλλάσσοντας ρόλους δεσπότη. Ο Διόνυσος τους τρεις χειμερινούς μήνες, που ο Απόλλωνας βρισκόταν στη χώρα των Υπερβορείων, ήταν ο κύριος των Δελφών. 

Σύμφωνα με το μύθο την καρδιά του, η οποία είχε μείνει ανέπαφη, την κονιορτοποίησε ο Δίας και τη διέλυσε σε ένα ποτό που το πρόσφερε στη Σεμέλη. Εκείνη τότε έμεινε έγκυος κι έφερε στον κόσμο το Νεώτερο Διόνυσο.

Υπάρχουν και άλλες εκδοχές γι την ανάσταση του θεου όπως:

·         το θεό τον ανάστησαν η Ρέα ή η Δήμητρα αφού πρώτα συγκόλλησαν τα μέλη του.

·         ή ότι η Θεά Αθηνά περισυνέλεξε την παλλόμενη καρδιά του και την πήγε στο Δία. Εκείνος την τοποθέτησε σε ένα γύψινο ομοίωμα του Διονύσου που ζωντάνεψε αμέσως. Οι Νύμφες ανέλαβαν τη φροντίδα του παιδιού και το κουνούσαν σε ένα λιχνιστήρι δημητριακών (λίκνο) απ' όπου ονομάστηκε Ζαγρεύς (Διόνυσος) Λικνίτης.

  Ο Δίας τιμώρησε τους Τιτάνες για αυτή την αποτρόπαια πράξη, κατακαίγοντάς τους με τους κεραυνούς του. Από τις στάχτες τους δημιουργήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο σύμφωνα με τον Πλάτωνα φέρει ως είδος «προπατορικού αμαρτήματος» εκ της καταγωγής του την «θεοκτονία» και την «θεοφαγία» του Διονύσου-Ζαγρέα.

 


  •       Η γέννηση του νέου Διονύσου 

Όταν ο Δίας σαγηνεύτηκε από την παρθενική ομορφιά της Σεμέλης, κόρη του Κάδμου, βασιλιά των Θηβών, και της Αρμονίας, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, την πλησίασε κι ενώθηκε μαζί της. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Διόνυσος.

Η ζηλιάρα Ήρα δεν επρόκειτο όμως ν' αφήσει ασυγχώρητη κι αυτή την απιστία του συζύγου της. Τυφλωμένη από τη ζήλια της και διψώντας για εκδίκηση, εμφανίστηκε στη Σεμέλη σύμφωνα με τον Οβίδιο, με τη μορφή γριάς τροφού και της υπέβαλε την επιθυμία να ζητήσει από τον Δία  να πάει κοντά της με τη θεϊκή του μορφή κι όχι μ' ανθρώπινη μορφή, όπως πάντα εμφανιζόταν μπροστά της. Αυτό θ' αποδείκνυε πως την αγαπά πραγματικά.

Η Ήρα ως τροφός
Αφελής κι ανυποψίαστη η κόρη του Κάδμου, την επόμενη φορά που την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Μάταια προσπάθησε ο Δίας με λόγια αγάπης να τη μεταπείσει. Λυγίζοντας μπροστά στην επιμονή της εμφανίστηκε στην κάμαρα της πάνω σε άρμα μεγαλοπρεπής, φωτεινός σ' όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο όμως ν' αντέξει η άμοιρη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που εκτινάσσονταν από τα χέρια του. Την ώρα που οι φλόγες ΄τύλιξαν την έξι μηνών έγκυος Σεμέλη ο Δίας έσωσε βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του.  Όταν συμπληρώθηκαν οι εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του, στην Ικαρία. Την γέννησή του στην Ικαρία επιβεβαιώνουν αρκετά αρχαία κείμενα, όμως υπάρχουν και άλλες περιοχές που την διεκδικούν. 
Ο Δίας σώζει το παιδί



Ο Δίας εμφανίζεται με τη θεϊκή του μορφή


Ο Διόνυσος απέκτησε την αθανασία, που ξεχωρίζει τους θεούς από τους
θνητούς όχι μόνο γιατί πατέρας του ήταν ο Δίας, αλλά περισσότερο επειδή γεννήθηκε από θεό τη δεύτερη φορά. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Διόνυσος γεννήθηκε δυο φορές.


 Ο βασιλιάς των αθανάτων ήξερε πολύ καλά πως η ζηλόφθονη σύζυγός του θα έστρεφε γρήγορα το θυμό της στο νεογέννητο παιδί. Γι' αυτό ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του. Αυτός το παρέδωσε στην αδερφή της Σεμέλης, την Ινώ. Η πανούργα Ήρα όμως έστειλε τρέλα στην Ινώ και τον άντρα της κι άρχισαν ανελέητα να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Η θεά έλπιζε πως θα σκοτώσουν έτσι και τον Διόνυσο, αλλά ο φτερωτός θεός πρόφτασε και γλίτωσε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε αυτή τη φορά στις Νύμφες. Αυτές τον ανέθρεψαν με περισσή στοργή κι αγάπη, στο δάσος όπου κατοικούσαν. Πράγματι, πουθενά αλλού δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε να μεγαλώνει ο θεός του αμπελιού, παρά σ' ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια.

Εκεί ποτέ δε συναντούσε ανθρώπους. Κι όταν ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης Λυκούργος διατάραξε την ηρεμία της συντροφιάς κυνηγώντας τις Νύμφες, κατατρομιάζοντας τον Διόνυσο, ο οποίος για να σωθεί βούτηξε στη θάλασσα από όπου τον περιμάζεψε η θεά Θέτιδα. Ο Όμηρος αναφέρει πώς οι θεοί αναλαμβάνουν την τιμωρία του Λυκούργου με αποτέλεσμα ο Δίας να τον τυφλώσει. Ωστόσο ο Αισχύλος δίνει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου καθώς εμφανίζει τον Διόνυσο ως ενήλικα, που επιχειρεί να διασχίσει τη Θράκη για βαδίσει κατά των Ινδών και τιμωρεί ο ίδιος τον Λυκούργο. Έτσι σκληρή ήταν πάντα η τιμωρία για όλους εκείνους τους ανθρώπους που επιβουλεύονταν το θεό Διόνυσο.

 Την ίδια άσχημη τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν το θεό, καθώς αυτός, όπως λέει ο μύθος, έφευγε από την Ικαρία. Όταν είδαν ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θ' αποκομίσουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Οι άμυαλοι θνητοί ωστόσο συνέχιζαν τις προσπάθειές τους. Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: "Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο".

Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν' αφήσουν να τους φύγει "τέτοιος θησαυρός". Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ' όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ' ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Όλους τους μεταμόρφωσε ο Διόνυσος σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του.

Ο Διόνυσος ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και ο πιο  αγαπητός στους ανθρώπους, τους οποίους είχε βοηθήσει αρκετές φορές. Όπως ο Προμηθέας τους έδωσε τη φωτιά ή ο Ασκληπιός τις πρώτες βάσεις της ιατρικής, έτσι και ο Διόνυσος τους πρόσφερε το αμπέλι και το κρασί.

Λένε πως για πρώτη φορά φανέρωσε το κρασί στο βασιλιά της Αιτωλίας, τον Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος από τη νοστιμιά τους έφερε και στο βασιλιά του για να τον ευχαριστήσει. Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια από το όνομα του τσοπάνη.

Στην Κρήτη βρέθηκαν πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β – κάποια από αυτές χρονολογείται το 1400 π.Χ. και έγραφε «Στον Διόνυσο», δηλ. οι αμφορείς με κρασί και μέλι ήταν αφιερωμένοι στο Διόνυσο.  Το όνομα του Διονύσου αναφέρεται και σε δύο μυκηναϊκές πινακίδες από την Πύλο του 13ου αι. π.Χ. , η μία μάλιστα φαίνεται να συνδέεται και με κρασί.  Οι επιγραφές που είναι απάνω από 3000 χρόνια μας δίνουν την πρώτη γραπτή αναφορά στον Διόνυσο και την πρώτη σύνδεση του θεού με το κρασί.

Ιερά του ζώα ήταν: ο πάνθηρας, το λιοντάρι, ο ταύρος και τράγος.

Ιερά του φυτά και δέντρα: το πεύκο, η άμπελος, η συκιά, ο κισσός, η μυρτιά.

Ιερά του σύμβολα: ο Θύρσος και η μάσκα.



Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στ' ασταμάτητα γλέντια του. Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται ήρεμα και γαλήνια, μοιάζοντας με θεά. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ' όνειρο του Θησέα και μ' απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να κάνει δική του την όμορφη νέα. Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Ο Διόνυσος της χάρισε χρυσό στεφάνι, έργο του Ηφαίστου, και την έφερε μαζί του στον Όλυμπο. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού. Το δε στεφάνι της έγινε αστερισμός έγινε ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου. Ο  Απολλώνιος ο Ρόδιος γράφει στα Αργοναυτικά του:

«Ακόμα το σήμαδι της φαίνεται στα ουράνια

κι ανάμεσα στα 'στραφτερά σύμβολα τ' ουρανού

τ' αστροστόλιστο στέμμα της Αριάδνης γλιστρά»



Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια κρατώντας το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο κι επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους. Και βέβαια, ως θεός της χαράς και του κεφιού, δεν ταξίδευε μόνος του. Τον ακολουθούσε ένα πολύβουο πλήθος. Στο πλήθος αυτό έβλεπες γυναίκες που χόρευαν με έξαλλο τρόπο, τις Μαινάδες, όπως λέγονταν, και παράξενα όντα που ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί. Αυτούς τους έλεγαν Σάτυρους και Σιληνούς. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, τη Λιβύη κι άλλες χώρες της Αφρικής. Πέρασε στην  Ασία, και έφτασε μέχρι και την Ινδία την οποία και κατέκτησε. 

Σε ανάμνηση του διαμελισμού και της ανάστασης του Ζαγρέως οργανώνονταν στις αρχές Δεκέμβρη πάνω στο Παρνασσό κάθε δυο χρόνια οργιαστικές γιορτές προς τιμή του, από αττικές και δελφικές μαινάδες, ή βάκχες ή  Θυιάδες ή τις ιέρειες του Διονύσου στο ναό του Πύθιου Απόλλωνα.

Γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους που κρατούσαν στο ένα χέρι τους αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο – ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και με ένα κουκουνάρι στην άκρη – και βάκχευαν, αυτό θα πει έπεφταν σε θρησκευτική υστερία.

Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του πανύψηλου βουνού, ενώ τα τύμπανα, τα χάλκινα κύμβαλα  και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς των, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. ‘Οποιο αγρίμι έβρισκαν στις λαγκαδιές του Παρνασσού  χύνονταν και το έπιαναν το ξέσχιζαν με τα χέρια τους και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, που τους τη χάριζε ο Διόνυσος . Στη λατρεία του Διονύσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο.

Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου,  «ωμοφαγία»,  ή άλλου ζώου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού, «θεοφαγία» κι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του και θα οικειοποιούντο τη δύναμη και τις ιδιότητές του. Τρώγοντας κανείς λίγο ωμό από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ’ αυτόν θα περνούσαν μέσα σ’ άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση».

 Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, η ιδέα του ότι ο άνθρωπος μπορεί να ενσωματώσει ένα πράγμα τρώγοντάς το ή πίνοντάς το, είναι πολύ παλιά. Ο μύστης πίνοντας το κρασί το οποίο συμβολίζει το αίμα του σταφυλιού, το ταυτίζει με το αίμα του σπαραζόμενου θύματος της ωμοφαγίας, και στο βάθος των συνειρμών το γέψιμό του είναι μετάληψη από το αίμα του θεού- αίμα σταφυλής  - αίμα Διονύσου.  Στις « Βάκχες» ο Ευριπίδης γράφει:

«Πίνοντας το κρασί του πίνουμε αυτόν. Μέσω αυτού του δώρου ο άνθρωπος ξαναγίνεται καινούριος».

Η λειτουργία της μετάληψης υπήρχε σε πολλές προχριστιανικές αρχαίες

θρησκείες, στη θρησκεία του Μίθρα σε ινδιάνικες και μεξικάνικες θρησκείες και γενικά σε όλο τον αρχαίο κόσμο.  Ωμοφαγία – ανθρωποφαγία  συναντάμε στα Αγριώνια, ιεροτελεστία προς τιμήν του Διονύσου όπου  στα αρχαιότατα χρόνια τρώγανε μια τις Μινυάδες γυναίκες  στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Αυτό σταμάτησε και αντικαταστάθηκε από ζώα και στη συνέχεια με συμβολικό θάνατο ζώου.

Μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης ("Βάκχες" 757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει "π δ βοστρύχοις πρ φερον, οδ' καιεν γιατί, ως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν, είτε μια ιδανική "υπέρβαση" είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες... Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, "μφρονες δ οσαι ο"  (Πλάτων "Ιων", 534 α). 

Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη.  

Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια με το κρασί και το χορό και οδηγεί κατευθείαν στην κάθαρση, δηλ στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Αυτή η μανία αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου.  Όποιος όμως δίνεται στο θεό Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.

Ιδιαιτέρως επίσης πρέπει να τονιστεί, ότι από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, κάτι που μας επιτρέπει, και δικαίως, να θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης ως θεό της ποίησης και της μουσικής. 

Ο Διόνυσος από άλλη άποψη ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ' αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία.

Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης θεό της ποίησης και της μουσικής.

Σ' όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.



*      Η ακολουθία του Διονύσου: Α. Μαινάδες

Οι Μαινάδες απεικονίζονται να φορούν στεφάνια από κισσό, σμίλακα (αρκουδόβατος) και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού). Τα πόδια τους ήταν γυμνά ή με ελαφρά σανδάλια Στην αρχή  έχουν δεμένα τα μαλλιά τους αλλά στη συνέχεια αυτά λύνονται από τον ξέφρενο χορό.  Κρατούν ζώα όπως μικρά ελάφια ή πανθηράκια ή τα ‘χουν ριγμένα στους ώμους τους και τα κρατούν από το ένα τους πόδι.  Φίδια έχουν τυλιγμένα στα χέρια τους. Κρατούν αγγεία κυρίως κάνθαρο, τη διονυσιακή κούπα, καθώς κισσό και δαφνόκλαδα. 

Β. Σειληνοί και Σάτυροι

Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.  Δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές για τα όντα αυτά παρά μόνο απεικονίσεις. Στην αρχή ήταν ξεχωριστοί κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι δύο διαφορετικές ονομασίες για τους «δαίμονες των βουνών και των δασών αλλά και του κάτω κόσμου», αυτό ενισχύεται και από την εμφάνισή τους, είναι αλογάνθρωποι χαρακτηριστικό των χθόνιων δαιμόνων. Το άλογο είναι ένα σύμβολο δυνάμεων του Κάτω Κόσμου.Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Σιληνοί είναι γέροι και οι Σάτυροι νέοι. Ήταν άνδρες με γενειάδα και σγουρά μαλλιά, πλακουτσωτή μύτη με μεγάλους και όρθιους φαλλούς.

Οι Σειληνοί κατάγονταν από την Θράκη και έμοιαζαν περισσότερο με τους Κενταύρους. Είχαν αυτιά, ουρά οπλές και κάποιες φορές μάλιστα και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Πατρίδα των Σατύρων ήταν  η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο  στα πόδια, πολλές φορές με μορφή τράγου, ακόμα  και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Στον απλό λαό η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος και «Ελευθέριος» ο απελευθερωτής θεός που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Μ' αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό.


Ο Γάλλος φιλόσοφος  Βερνάν στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά για τη Διονυσιακή θρησκεία:  “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες αν και αποκλεισμένες στην πολιτική ζωή ως Βάκχες έχουν κυρίαρχο ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (...). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης.
Οι συμμετέχοντες στη Διονυσιακή λατρεία βιώνουν μια ριζικά διαφορετική εμπειρία, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, καταργούνται όλα τα όρια, πέφτουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο, φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό αλλά και οι κοινωνικοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου