Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Από τα Ανθεστήρια των αρχαίων στις Απόκριες

Απόκριες, τρεις βδομάδες γεμάτες έθιμα, αγροτικής κυρίως προελεύσεως που τελούνται αυτή την εποχή, λίγο πριν από τον ερχομό της άνοιξης, από τα πανάρχαια χρόνια, για να καλωσορίσουν και να πανηγυρίσουν την ετήσια κυκλική αναγέννηση – αναζωογόνηση της φύσης.

Τρεις βδομάδες ουσιαστικής αποχής από το κρέας- Απόκρεως.  Carna vale, δηλ. κρέας ( έχε) γεια, όπως έλεγαν οι Λατίνοι, από όπου προέρχεται η λέξη Καρναβάλι.  Το Καρναβάλι κατάλοιπο των αρχαίων διονυσιακών γιορτών, είναι ουσιαστικά ένα κόσμος ουτοπικός, και γι’ αυτό το λόγο κατ’ ανάγκη εφήμερος.  

 Οι μάσκες και οι κατάλληλες μεταμφιέσεις προσφέρουν στον «καταπιεσμένο» άνθρωπο νέες δυνατότητες έκφρασης, κίνησης και ελευθεριότητας, αφού η «προκάλυψη» αυτή του επιτρέπει τα ανεπίτρεπτο. Η μάσκα  είναι το κύριο «άλλοθι» για να εκφράσει – πιθανότατα  για μια και μόνη φορά την πραγματική  διάσταση του εαυτού του και όχι αυτή της καθημερινότητάς του.  

Τα αθυρόστομα αποκριάτικα τραγούδια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πανάρχαιας ιεροτελεστίας που αναφέρεται στην άνοιξη και την καλοτυχία, ενώ ταυτόχρονο γεφυρώνουν τις αρχαίες διονυσιακές οργιαστικές τελετές με το σύγχρονο αποκριάτικο πανηγύρι.  Η αιώνια πάλη των φύλων, η ζωή, ο θάνατος, η χαρά, η θλίψη, η επιστροφή στις ρίζες του ανθρώπου στη φύση, ο ερωτισμός και η γονιμότητα, όλα ζωντανεύουν μέσα από παρωδίες, παραδοσιακά τραγούδια ενίοτε με άσεμνο περιεχόμενο και καυστικό χαρακτήρα.  Η Αποκριά γιορτάζεται συνήθως το Φεβρουάριο. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τα Ανθεστήρια της ελληνικής αρχαιότητας.  



Τα Ανθεστήρια, ήταν μία από τις αρχαιότερες ελληνικές γιορτές για το Διόνυσο, που ξεκίνησε από την Αττική και μεταφέρθηκε στις Ιωνικές αποικίες της Μικράς Ασίας.

 Τα Ανθεστήρια τελούνταν στο μεγάλο ιερό  «Εν Λίμναις» του Διονύσου, στη Γαργαρέττα (Κουκάκι) πίσω από του Λόφο του Φιλοπάππου, ίσως κοντά στον Ιλισσό, ο οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνα.

Κάτω από την επίβλεψη του άρχοντος Βασιλέως τελούνταν τα τριήμερα ανθεστήρια, 11,12 και 13  του μηνός Ανθεστηριώνα, μια περίοδο που αντιστοιχεί στο τέλος Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου του δικού μας ημερολογίου, προς τιμή του « Εν Λίμναις» Διονύσου και του θεού Ερμή « Χθονίου».

 Τα Ανθεστήρια σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκαν σε πανάρχαιους χρόνους από τον Αμφικτύωνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, υπήρξαν μια από κοινού εορτή των λουλουδιών και των «τεθνεώτων» , μία εορτή που ξαναέφερνε τα άνθη στον προαιώνιο συμβολισμό της κυκλικώς αναγεννώμενης ζωής.

Σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες επίσημες γιορτές του Αττικού εορτολογίου, τα Ανθεστήρια  ήταν περισσότερο μια λαϊκή γιορτή όπου τηρούνταν παλιά παραδοσιακά έθιμα σε οικιακό επίπεδο και δεν υπήρχαν οι μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες και η σημαντική δημόσια μέριμνα που παρατηρούνται σε άλλες περιστάσεις, όπως στα Μεγάλα Διονύσια και τα Παναθήναια

Οι γραπτές πηγές και η εικονογραφία αποκαλύπτουν τις ποικίλες όψεις του εορτασμού των Ανθεστηρίων που κινούνταν, όπως και στο Πάσχα των ορθόδοξων Χριστιανών, ανάμεσα σε δύο άκρα: την άκρατη χαρά για τη ζωή και την βαθιά θλίψη για το θάνατο. Ήταν μια γιορτή αφιερωμένη στην αναγέννηση της φύσης, τα λουλούδια και το κρασί, μια ευκαιρία να κάνουν δώρα στα μικρά παιδιά και να γλεντήσουν. Συγχρόνως οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι τις τρεις μέρες που διαρκούσαν τα Ανθεστήρια τα πνεύματα των νεκρών επέστρεφαν και κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη και με το τέλος των εορτασμών έπρεπε να τα απωθήσουν πάλι στον Κάτω Κόσμο.


 Στην πρώτη μέρα, τα  Πιθοίγια, άνοιγαν πανηγυρικά τα πιθάρια του κρασιού, απ’ όπου και το όνομα της γιορτής, για τη μετάληψη του νέου κρασιού. Πρόσφεραν από αυτό πρώτα στο θεό Διόνυσο, στο εν Λίμναις ιερό του στην Αθήνα. Κάνανε σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού προς τιμή του, ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή. Δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο.
 H μέρα αυτή, όπως και η επόμενη, ήταν απόλυτη αργία από κάθε άλλη δραστηριότητα για όλους τους Αθηναίους, ακόμη και τους δούλους, και σε κάθε αθηναϊκό σπίτι οργανωνόταν ένα μεγάλο συμπόσιο. 


Η δεύτερη μέρα ήταν η κύρια μέρα της γιορτής κι ονομαζόταν Χόες. Αυτή τη μέρα οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν στο εορταστικό οικογενειακό συμπόσιο ένα πολύ χαρακτηριστικό μικρό αγγείο, μια μικρή οινοχοή, που ονομαζόταν χους. Κάθε ένας είχε τον δικό του χου, ίδιο σε μέγεθος για όλους. Επάνω στα αγγεία αυτά, στους χόες, σώζονται παραστάσεις που προσφέρουν πολυτιμότατες πληροφορίες τόσο για τον εορτασμό των Ανθεστηρίων, όσο κυρίως για τη ζωή των μικρών παιδιών. 
Tη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, κατά το έθιμο, στο οικογενειακό συμπόσιο λάμβαναν μέρος για πρώτη φορά τα νέα μέλη κάθε οικογένειας, τα τρίχρονα παιδιά, που οι μεγάλοι τους έκαναν δώρα και τους χάριζαν το δικό τους μικρό κανατάκι. και τα στεφάνωναν με λουλούδια.  
 Είναι χαρακτηριστικό, όσο και συγκινητικό, ότι όταν ένα παιδάκι πέθαινε πριν γιορτάσει τα πρώτα του επίσημα Ανθεστήρια, οι δικοί του έβαζαν συνήθως μαζί του στον τάφο τον χου που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.   
 Το στεφάνωμα συμβολίζει  την επαφή με τη βλάστηση, που ενσωματώνει τη δύναμης της ανανεώμενης ζωής αλλά και είναι προοίμιο για την καταγραφή των παιδιών στους καταλόγους των «φρατόρων» που γινόταν το φθινόπωρο, δηλ είναι μια μυητική πράξη που συμβολίζει το πέρασμα των παιδιών από το ένα στάδιο της ζωής τους σε ένα άλλο. Τα παιδιά που συμπλήρωναν τα τρία χρόνια ζωής τους μετά τη γιορτή των Ανθεστηρίων δε γράφονταν στους καταλόγους το φθινόπωρο αλλά θα περίμεναν να γιορτάσουν τα πρώτα τους Ανθεστήρια και μετά να εγγραφούν.

Την ίδια μέρα είχαν το συνήθειο να στέλνουν δώρα, καθώς και τους μισθούς στους δασκάλους
 




Τη δεύτερη μέρα γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη και ο « ιερός γάμος» του θεού με τη  σύζυγο του άρχοντα βασιλέως, ο οποίος ήταν  επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών  αξιωματούχων  των  Αθηνών.

Η πομπή ξεκινούσε από τη θάλασσα και κατέληγε στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου. Ο θεός ήταν πάνω σε τροχοφόρο πλοίο.

Ο ίδιος ο Βασιλεύς υποδυόταν το Διόνυσο, φορώντας μάσκα.


Τον συνόδευαν οι ακόλουθοί του, Σάτυροι, που έπαιζαν αυλό και έμοιαζαν με τράγους. Στην διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι οπαδοί του Διονύσου φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου και πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες τους, ερωτοτροπούσαν και σκανδάλιζαν δημιουργώντας κέφι, χαρά και κωμική διάθεση. Όλο το  σκηνικό μας θυμίζει  το δικό μας καρναβάλι. 
Ο άρχων «βασιλεύς» - Διόνυσος-  είχε ορίσει 14 γεραρές ( μαινάδες) όσοι και οι βωμοί του ιερού, οι οποίες  τελούσαν τα ιερά του Διονύσου στο «εν Λίμναις» ιερό του.
Προτού ν’ αγγίξουν τα ιερά οι γεραραί ορκίζονταν από τη βασίλισσα και τον ιεροκήρυκα και μετά τελούσαν τις  απόρρητες ιερουργίες.

Μέσα στο «εν Λίμναις»  ιερό του Διονύσου ήταν στημένη μια κολόνα με την επιγραφή για τα προσόντα της Βασίλισσας.

Σύμφωνα με ένα παλιό αλλά ζωντανό νόμο η βασίλισσα έπρεπε να είναι από την Αττική, και να μην είχε γνωρίσει άλλον άντρα πριν παντρευτεί το βασιλιά. Γιατί γινόταν συμβολικά η γυναίκα του θεού Διονύσου αφού ο άντρας της υποδυόταν τον Διόνυσο.


 Μετά την τελετή στο «εν Λίμναις» ιερό , η πομπή κατευθυνόταν στο «Βουκολείο», κτίριο της Αγοράς των Αθηνών, έδρα του Βασιλέα. Εκεί μέσα τελούνταν η ιερογαμία, η τελετουργική ένωση δηλαδή της Βασίλιννας (της συζύγου δηλαδή του Βασιλέα) με το θεό Διόνυσο. Σκοπός της ήταν η ευόδωση της βλάστησης.

Το συμπόσιο της δεύτερης μέρας των Ανθεστηρίων γινόταν σε κλίμα περίσκεψης. Υπήρχαν βέβαια στεφάνια με άνθη, κρασί και πλούσιο γεύμα, αλλά φαίνεται ότι δεν υπήρχε μουσική και χορός και το δείπνο γινόταν σιωπηλά.

Από κει και πέρα όμως, η ατμόσφαιρα φαιδρυνόταν από τους διαγωνισμούς πόσης κρασιού, που γινόταν τόσο στα σπίτια του συμποσίου όσο και σε δημόσιο χώρο. Γλυκά και στεφάνι ήταν τα έπαθλα για όποιον έπινε γρηγορότερα το κρασί από την κανάτα του (η χωρητικότητα του αγγείου ήταν 12 κύπελλα κρασιού). 

Ο δημόσιος διαγωνισμός γινόταν στην Αγορά, στο Θεσμοθετείο, με παρουσία του Βασιλέα. Ο αγώνας άρχιζε με τον ήχο της σάλπιγγας. Ο νικητής εδώ έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί με κρασί. 
 Το απόγευμα συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή τα αστεία πειράγματα εναντίον των διαβατών.

  Το βράδυ της δεύτερης μέρας όλοι οι Αθηναίοι, κατευθύνονταν εν πομπή υπό το φως των δαυλών στο "εν Λίμναις" ιερό του Διονύσου για να αφιερώσουν στο θεό τα άνθινα στεφάνια και τις χόες τους - αυτό θα ήταν πραγματικά ένα αξιοθαύμαστο θέαμα.

 Οι χόες και τα στεφάνια των λουλουδιών παραδίδονταν στην ιέρεια του Διονύσου, που ήταν η σύζυγος του Άρχοντα Βασιλέα της πόλης.


 Το βράδυ της δεύτερης μέρας ,δηλ το απόσπερο της παραμονής της γιορτής των Χύτρων ανέβαιναν οι ψυχές από τον Άδη και τριγύριζαν στον απάνω κόσμο.
 
Η ονομασία Χύτροι οφείλεται στις πήλινες χύτρες μέσα στις οποίες μαγείρευαν διάφορα δημητριακά και όσπρια, την πανσπερμία, τα κόλλυβα για τις ψυχές των νεκρών, που τα αφιέρωναν στον χθόνιο Ερμή την ημέρα αυτή.


Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές , γι’ αυτό και έπαιρναν διάφορες προφυλάξεις, όπως  :


περιέζωναν τα ιερά τους με κόκκινο νήμα  περισχοίνισμα, που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν

  • από το πρωί μασούσαν ράμνο, αποτρεπτικό φυτό

  •  και αλείφανε τις πόρτες τους με πίσσα.


Τελειώνοντας και η Τρίτη μέρα απόδιωχναν τις ψυχές λέγοντας «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτἈνθεστήρια» δηλαδή «έξω από εδώ Κάρες,ψυχές, δεν είναι ακόμα Ανθεστήρια»
 
Κατά τη διάρκεια των «Χυτρών» διοργανώνονταν και αθλητικοί αγώνες, οι λεγόμενοι « χύτρινοι» και την απονομή των επάθλων στους νικητές έκανε ο  Άρχων Βασιλεύς.


Ο μύθος που σχετίζεται με την πανσπερμία αναφέρει ότι οι διασωθέντες από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα μαγειρέψανε «χύτραν  πανσπερμίας».


Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα:

Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις”.


Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.
 
 

 Γιατί ο Διόνυσος ερχόταν με καράβι;
 
Σύμφωνα με την παράδοση ο Διόνυσος κατέβηκε στον Άδη στην «Αλκυονίαν λίμνη», στη Λέρνη για να ανεβάσει τη Σεμέλη τη μητέρα του στον απάνω κόσμο. Το άπατο εκείνο βάθος της λίμνης, είναι ο φυσικότερος δρόμος για τον Άδη. 

Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Διόνυσος σκοτώνεται από τον Περσέα, βασιλιά των Μυκηνών και πετιέται στη Λίμνη της Λέρνης.


Και στις δυο περιπτώσεις  ο Διόνυσος ανεβαίνει από τον Άδη και βγαίνει στον απάνω κόσμο μέσα από νερό, από μια λίμνη. Αυτή η έξοδός του από τον Άδη μέσω του νερού συμβολίζεται με το καράβι.
 

Η Ιερογαμία των αρχαίων και ο βλάχικος γάμος σήμερα


Η «Ιερογαμία» του Θεού Διονύσου με τη σύζυγο του βασιλιά της πόλης, αποτελούσε μια μαγική πράξη επίκλησης της γονιμικής δύναμης για την καρποφορία, αλλά και την εξασφάλιση της καλής χρονιάς στην ευρύτερή της έννοια, που θα πρόσφεραν οι Θεοί.

Όμως, πέρα από αυτά ο γάμος συμβολίζει την ενότητα και την υπέρβαση των χωριστικών τάσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και κάθε Καρναβάλι γιορτάζει την κρυμμένη ενότητα του παλιού και του καινούργιου, του γήρατος και της νεότητας, της άνοιξης και του χειμώνα, της ζωής και του θανάτου, είναι μια γιορτή που ανατρέπει, αλλά και συνταιριάζει.