Το
Λουκιανό το βασάνιζε πάντα η αγωνία «Ποια
είναι καλύτερη ζωή που πρέπει κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει»; Γι’
αυτό ζητούσε συμβουλή από τους σοφούς και χρησμό από τους θεούς. Αυτή ήταν και
η ερώτηση που βασάνιζε το Λουκιανό στις σελίδες του έργου του « Μένιππος ή Νεκυομαντεία»
Κάποια νύχτα που δεν με έπαιρνε ο ύπνος
κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήρα την απόφαση να πάω στη Βαβυλώνα και να
παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους εκείνους, που είναι μαθητές και διάδοχοι του
Ζωροάστρη , για τους οποίους είχα ακούσει ότι με κάποιες τελετές μπορούσαν να
ανοίξουν και τις κρυφές πόρτες του Άδη και να κατεβάσουν σ’ αυτόν στα σίγουρα
όποιον θέλουν κα να τον ανεβάσουν πάλι επάνω, να με βοηθήσουν αυτοί να βρω την
αλήθεια.
Νόμιζα,
λοιπόν ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν με τη βοήθεια από αυτούς τους
μάγους. να κατέβω στον Άδη και να πάω να βρω τον Τειρεσία τον Βοιωτό για να
μάθω από αυτόν, που ήταν μάγος και σοφός, ποια είναι η καλύτερη ζωή που πρέπει
να εκλέγει κάθε μυαλωμένος άνθρωπος. Πετάχτηκα αμέσως από το κρεβάτι μου και
πήγα στη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα έναν Χαλδαίο, που ήταν σοφός και θαυμάσιος
στη δουλειά του, με κάτασπρα μαλλιά και σεβάσμια γενειάδα, που τον έλεγαν Μυθροβαρζάνη και ύστερα από χίλιες
ικεσίες και όρκους , τον κατάφερα να μου δείξει το δρόμο για τον Άδη.
Με
παρέλαβε, λοιπόν ο άνθρωπος και πρώτα –πρώτα, για είκοσι εννέα μέρες,
αρχίζοντας με τη νέα σελήνη, με έλουζε καταβάζοντάς με, πρωί –πρωί με την
ανατολή του ήλιου στον Ευφράτη ποταμό και προφέροντας επί πλέον για αρκετή ώρα
λόγια που δεν καταλάβαινα καλά, μιλούσε γρήγορα και ακαταλαβίστικα, σαν τους
ακατάλληλους κήρυκες στους αγώνες. Ωστόσο, ήταν φανερό πως επικαλούνταν
κάποιους δαίμονες. Μετά την απαγγελία των μαγικών στίχων μ’ έφτυνε τρεις φορές
στο πρόσωπο και γύρισε πίσω, χωρίς να κοιτάξει κανέναν απ’ όσους συναντούσε.
Στο διάστημα αυτό έτρωγα καρύδια, έπινα γάλα, μελίκρατο, νερό από τον Χοάσπη
ποταμό κι αναπαυόμουν στην ύπαιθρο πάνω στο χορτάρι.
Όταν
έκρινε πως η προετοιμασία τούτη ήταν αρκετή, οδηγώντας με κατά τα μεσάνυχτα
στον Τίγρη ποταμό με καθάρισε, με σκούπισε, με εξάγνισε με δαδί, σκιλλοκρέμμυδο
και διάφορα άλλα, ψιθυρίζοντας συγχρόνως μαγικά κι έφερε μία στροφή ολόγυρά
μου, για να μην μπορούν να με βλάψουν τα φαντάσματα, με ξανάφερνε στο σπίτι
του, όπως ήμουν, βάζοντάς με να περπατώ ανάποδα. Κατόπιν ετοιμαστήκαμε για το
ταξίδι…
….Είχε
ήδη αρχίσει να ξημερώνει όταν κατεβήκαμε στον ποταμό κι αρχίσαμε να κάνουμε
προετοιμασίες για την αναχώρηση. Ο μάγος είχε φροντίσει να ετοιμαστούν σκάφος,
σφάγια για θυσία, μελίκρατο και ό,τι άλλο χρειαζόταν για την τελετή. Αφού
βάλαμε μέσα στο σκάφος όλα όσα είχαν ετοιμαστεί και μπήκαμε κι εμείς, αναχωρήσαμε θλιμμένοι,
χύνοντας πολλά δάκρυα.
Μέχρι
ενός σημείο παρασυρόμαστε από το ρεύμα του ποταμού, έπειτα πλεύσαμε μέσα στο
έλος και τη λίμνη όπου χάνεται ο Ευφράτης. Μόλις περάσαμε και τούτη, φθάσαμε σε
τόπο έρημο, δασώδη, ανήλιαγο, εκεί αποβιβαστήκαμε- μπροστά πήγαινε ο
Μιθροβαρζάνης- και σκάψαμε λάκκο, σφάξαμε τα πρόβατα και γύρω από αυτόν κάναμε
σπονδές με το αίμα τους. Στο μεταξύ ο μάγος με αναμμένη δάδα και με φωνή όχι
πια ψιθυριστή, αλλά κράζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε επικαλούνταν όλες τις
θεότητες του κάτω κόσμου, τις ποινές, τις Ερινύες τη θεά της νύχτας Εκάτη και τη φοβερή Περσεφόνη αναμειγνύοντας στο λόγο του
μερικές βαρβαρικές ακατανόητες πολυσύλλαβες λέξεις.
Αμέσως
όλος ο τόπος άρχισε να τρέμει από τα μαγικά λόγια, το έδαφος σχίστηκε, από
μακράν ακουγόταν το γάβγισμα του Κέρβερου και όσα συνέβαιναν ήταν πραγματικά
θλιβερά.
Φοβήθηκε
εκεί κάτω ο βασιλιάς των νεκρών Αϊδωνέας, γιατί φαινόνταν καθαρά τα
περισσότερα, η λίμνη, ο Πυριφλεγέθων και το ανάκτορο του Πλούτωνα. Κατεβήκαμε
από το χάσμα και βρήκαμε τον Ραδάμανθυ
να κοντεύει να πεθάνει από το φόβο του….
.....Και εγώ – επειδή ήταν
αργά- είπα: « Εμπρός, Μιθροβαρζάνη, γιατί καθυστερούμε και δε γυρίζουμε πάλι
στον επάνω κόσμο; Εκείνος τότε μου αποκρίθηκε: Μη φοβάσαι Μέννιπε, θα σου δείξω
σύντομο και εύκολο δρόμο. Αμέσως με οδήγησε σε τόπο πιο σκοτεινό από τον
προηγούμενο και μου έδειξε με το χέρι μακριά φως λιγοστό και αμυδρό σαν να
μπαινε από κλειδαρότρυπα. Εκείνο, μου είπε, είναι το ιερό του Τροφωνίου, και
από εκεί κατεβαίνουν οι Βοιωτοί. Πάρε λοιπόν, τούτο το μονοπάτι και θα βγεις
στην Ελλάδα. Τα λόγια του αυτά με χαροποίησαν έπειτα, αφού αποχαιρέτησα το
μάγο, σύρθηκα με μεγάλη δυσκολία προς τα πάνω μέσα από το πέρασμα και, χωρίς να
καταλάβω πως, βρέθηκα στη Λιβαδειά….»
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.) ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας που έγραφε στην ελληνική γλώσσα. Ήταν ο δημιουργός του σατιρικού διαλόγου. Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 125 μ.Χ.
Ο Χάρωνος και Μενίππου διάλογος ανήκει στους Νεκρικούς διαλόγους με έντονο το κυνικό χρώμα της σάτιρας θανάτου και του Κάτω Κόσμου.
Ο Χάρωνος και Μενίππου διάλογος ανήκει στους Νεκρικούς διαλόγους με έντονο το κυνικό χρώμα της σάτιρας θανάτου και του Κάτω Κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου