Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμονικά όντα, που κατά
τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες του
δωδεκαημέρου τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα
Θεοφάνεια. Όλο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι και πριόνια να κόψουν
το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο
ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε "χάιστε να πάμε πάνω
στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα
Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι
κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.
Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι βγαίνουν πάνω στη γη από
σπηλιές, ρωγμές και τρύπες του εδάφους, πηγάδια ακόμα και μυρμηγκοφωλιές, γιατί
μερικοί από αυτούς είναι πιο μικροί και από τα μυρμήγκια. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι,
τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν
μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως
«Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «καρκάντζαλοι», «καρκάντζαροι»,
«καλκατζόνια», «καλκάνια», «σκαλικαντζέρια», «σκαντζάρια», «τζόγιες»,
«καλοκυράδες», «βερβελούδες», «κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες
μορφές. Είναι σαν άνθρωποι, όμως μαύροι και άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν
σιδεροπάπουτσα. Άλλοι τους φαντάζονται με κόκκινα μάτια, μαλλιαρούς, με πόδια
τράγου και με χέρια μαϊμούς, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι. Άλλοι τους
φαντάζονται πολύ κοντούς , στραβούς, με ένα πόδι ή με ένα χέρι, ένα μάτι,
και πολύ κουτούς, ή ρακένδυτους με σκούφο από γουρουνότριχες.
Η τροφή τους κυρίως είναι σκουλήκια,
βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα
γιορταστικά φαγητά του Δωδεκαήμερου Όταν οι νοικοκυρές έψηναν
τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν
στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να
απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και
ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα..
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα
πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι
βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Κυκλοφορούν τη νύχτα στους δρόμους, ανεβαίνουν
στη πλάτη των ανθρώπων, τους εμποδίζουν να γυρίσουν στα σπίτια τους και
χορεύουν γύρω τους.
Μπαίνουν από την καπνοδόχο στα σπίτια και
κάνουν ζημιές, μαγαρίζουν τα γλυκά, πειράζουν τους ανθρώπους αλλά και αυτοί δεν
κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, ανάβουν φωτιές στις πλατείες των χωριών, γιατί
τις φοβούνται, κάνουν φασαρία, τραγουδούν, χορεύουν και έτσι τους διώχνουν. Στα
σπίτια τους κρατάνε αναμμένο όλο το δωδεκαήμερο το τζάκι και έτσι δεν μπορούν
να μπουν από την καπνοδόχο. Συνήθως έβαζαν ένα μεγάλο ξύλο, το χριστόξυλο, που
θα έκαιγε όλο το δωδεκαήμερο.
Επειδή οι καλικάντζαροι είναι πολύ κακοί
στα μαθηματικά, ξέρουν να μετράνε μέχρι το δύο, στα χωριά έξω από την πόρτα οι
νοικοκυρές κρέμαγαν ένα κόσκινο, όταν έρθουν οι καλικάντζαροι να το δουν, να
αρχίσουν να μετράνε τις τρύπες με αποτέλεσμα να καθυστερούν μέχρι να έρθει το
πρώτο φως της ημέρας και να αναγκαστούν να φύγουν για να κρυφτούν και να μην
μπουν στο σπίτι.
Ένα άλλο φοβερό όπλο είναι το λιβάνι, γι’
αυτό τις ημέρες αυτές λιβανίζουν συχνά τα σπίτι τους και αφήνουν το θυμιατήρι
δίπλα στο τζάκι, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να κατέβουν από την καπνοδόχο.
Επειδή είναι και πολύ λιχούδηδες και τρώνε γλυκά στα σπίτι που μπαίνουν, πολλοί
νοικοκυραίοι βάζουν στα κεραμίδια γλυκά, κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή
ξεροτήγανα για να τα βρουν να τα φάνε και να μην μπουν στο σπίτι.
Η ολοκληρωτική απαλλαγή από τους
καλικάντζαρους γίνεται μόνο την ημέρα των Φώτων, με το άγιασμα των υδάτων. Τότε
τα δαιμόνια σπεύδουν να εξαφανιστούν γιατί τα κυνηγάει ο παππάς με την
αγιαστούρα. Όταν φεύγουν λένε μεταξύ τους:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Σε πολλές περιοχές πίστευαν ότι οι καλικάντζαροι ήταν
οι ψυχές των νεκρών που γύριζαν αυτές τις νύχτες στους δρόμους και έμπαιναν στα
σπίτια τους από τις καπνοδόχους, γι’ αυτό και έκαιγαν λιβάνι στη φωτιά για να
τις διώξουν.
Ήταν οι Κήρες,
των αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή οι ψυχές των νεκρών που κατοικούσαν στον Άδη, οι οποίες όπως πίστευαν οι
αρχαίοι Αθηναίοι τη γιορτή των Ανθεστηρίων,
όταν ο Άδης ήταν ανοιχτός, αυτές επέστρεφαν στον απάνω κόσμο με
διάφορους τρόπους και ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι
περικύκλωναν με κόκκινο νήμα τα ιερά τους, άλειφαν με πίσσα τις πόρτες των
σπιτιών και μασούσαν από το πρωί ράμνο ( αγκαθωτός θάμνος) για να εμποδίσουν
την είσοδο των ψυχών στους ναούς, στα σπίτια και στα σώματά τους.
Στα χρόνια του Βυζαντίου οι άνθρωποι συνήθιζαν
να μεταμφιέζονται τις μέρες του δωδεκαημέρου και να ενοχλούν και να φοβίζουν με
ποικίλους τρόπους τους ανθρώπους.
Το έθιμο των μεταμφιέσεων συνεχίζεται στη Β.
Ελλάδα – Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία- και στον Πόντο. Οι μεταμφιεσμένοι
παίρνουν τη μορφή άγριων ζώων – λύκου, αρκούδας, τράγου - ή ντύνονται με
μακριές υφαντές κάπες και ψηλές κουκούλες στο κεφάλι από δέρμα κατσίκας. Με
αυτές σκεπάζουν το πρόσωπο έχοντας ανοιγμένες τρύπες στα μάτια και
στο στόμα. Άλλοι έχουν τα πρόσωπά τους πασαλειμμένα με καρβουνόσκονη ή
σκεπασμένα με μαύρο πανί. Στη μέση τους έχουν κρεμασμένα κουδούνια και κρατούν
με το ένα τους χέρι ξύλινη σπάθα και με το άλλο ένα σακούλι στάχτη.
Οι ομάδες των μεταμφιεσμένων έχουν διάφορα
ονόματα και διαφορετική σημασία. Ρογκατσάρια ή ρογκάτσια λέγονται στη
Θεσσαλία και Μακεδονία, μωμόεροι στον Πόντο. Περιφέρονται στους δρόμους,
πηγαίνουν στα σπίτια και μαζεύουν δώρα. Οι μεταμφιεσμένοι αφενός μεν
παριστάνουν τα κακά πνεύματα του χειμώνα και του σκοταδιού αλλά και τις ψυχές
που ήρθαν στον απάνω κόσμο και αφετέρου και τις δυνάμεις εκείνες που θα τις
διώξουν στο τέλος του δωδεκαημέρου, την ημέρα των Θεοφανίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου