Οι Θεσπιές ήταν μια
από τις σημαντικότερες αρχαίες Βοιωτικές πόλεις στη κοιλάδα του ποταμού Θέσπιου
στις ανατολικές υπώρειες του Ελικώνα. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση πήραν το
όνομα τους από τον Θέσπιο, γιο του
βασιλιά της Αθήνας, Ερεχθέα, ο οποίος
ίδρυσε βασίλειο στη Βοιωτία και έγινε ο επώνυμος ήρωας της πόλης, αν και
σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από τη νύμφη Θέσπια, κόρη του ποταμού Ασωπού.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν
τη συνεχή κατοίκηση της θέσης από τη Νεολιθική ως τη Βυζαντινή εποχή. Οι
οικισμοί της εποχής του Χαλκού, που έχουν βρεθεί στην περιοχή δεν έχουν
ερευνηθεί συστηματικά.
Η Κλασική εποχή αποτελεί
περίοδο ακμής για τις Θεσπιές, που γίνεται η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της
Βοιωτίας μετά τη Θήβα, με πληθυσμό 13.000 κατοίκους και παρουσιάζει σημαντική
πολιτική, θρησκευτική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τον 5ο π.Χ. η πόλη
ανοικοδομήθηκε και εξωραίστηκε με δημόσια κτήρια. Ταυτόχρονα εξελίχθηκε σε
ισχυρό μέλος του Βοιωτικού κοινού έχοντας υπό τον έλεγχο της το
γειτονικό ιερό των Μουσών, τις βοιωτικές πόλεις Άσκρα, Θίσβη, Λεύκτρα
καθώς και τις πολίχνες Δονακών, Κερησσός και Εύτρησης,
όπως και τα λιμάνια των Σιφών, της Κρεύσιος και των Κορσιών
στον Κορινθιακό κόλπο, ενώ ανέπτυξε και στενές σχέσεις με την Αθήνα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους
η πόλη διατήρησε την σημασία της και τα αρχαιολογικά ευρήματα προδίδουν την
καλλιτεχνική ακτινοβολία της. Στον Απόλλωνα Αρχηγέτη, προστάτη θεό της πόλης,
ήταν αφιερωμένος ένα δωρικός περίπτερος ναός των κλασικών χρόνων, οικοδομικά
λείψανα του οποίου βρέθηκαν 2 χλμ. νοτιοδυτικά των Θεσπιών.
Φιλολογικές και επιγραφικές
πηγές μαρτυρούν ότι στις Θεσπιές λατρεύονταν επίσης ο Διόνυσος, ο Ερμής, η
Δήμητρα, ο Δίας και χθόνιες θεότητες (Δαίμονες).
Ξεχωριστή όμως θέση είχε στη θρησκευτική ζωή των Θεσπιέων είχε η λατρεία του Έρωτα. Το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές υπήρξε ο αρχαιότερος και σημαντικότερος τόπος λατρείας του θεού στον Ελλαδικό χώρο. Προς τιμή του πραγματοποιούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερωτίδεια, γιορτές που περιελάμβαναν θυσίες, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Ο Παυσανίας περιγράφει ότι ο θεός παριστανόταν στο ιερό με τη μορφή ακατέργαστου λίθου, ωστόσο αγάλματα του θεού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο.
Ξεχωριστή όμως θέση είχε στη θρησκευτική ζωή των Θεσπιέων είχε η λατρεία του Έρωτα. Το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές υπήρξε ο αρχαιότερος και σημαντικότερος τόπος λατρείας του θεού στον Ελλαδικό χώρο. Προς τιμή του πραγματοποιούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερωτίδεια, γιορτές που περιελάμβαναν θυσίες, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Ο Παυσανίας περιγράφει ότι ο θεός παριστανόταν στο ιερό με τη μορφή ακατέργαστου λίθου, ωστόσο αγάλματα του θεού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο.
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης
μαρμάρινα αγάλματα της Αφροδίτης και της Φρύνης, έργα του
Πραξιτέλη που κοσμούσαν επίσης επί των ημερών του τον ιερό χώρο. Η Φρύνη διάσημη αθηναία Εταίρα και φίλη
του Πραξιτέλη καταγόταν άλλωστε από τις Θεσπιές. Ο Παυσανίας περιγράφει και
άλλα δημόσια οικοδομήματα της πόλης, όπως το
θέατρο και την αγορά, όπου
βρισκόταν ο αδριάντας του Ησιόδου καθώς και το ναό των Μουσών και τα ιερά της Αφροδίτης
Μελαινίδος και του Ηρακλή,
ο οποίος σύμφωνα με τη μυθική παράδοση είχε συνευρεθεί και με τις πενήντα κόρες
του βασιλιά Θέσπιου μέσα σε μια νύχτα.
Υπήρχε άγαλμα του Διός του σαώτου, για τον οποίο λεγόταν η εξής παράδοση:
«υπήρχε ένας δράκος που λυμαινόταν την
περιοχή, ο Δίας είχε δώσει εντολή κάθε χρόνο να παραδίδουν στο θηρίο ένα έφηβο εκλεγμένο
με κλήρο, για να σωθεί η περιοχή. Κάποτε ο κλήρος έπεσε στον Κλεόστρατο τότε ο φίλος του ο Μενέστρατος εφήρευ ένα τέχνασμα για να σώσει το
φίλο του. Έφτιαξε ένα μπρούτζινο θώρακα, ο οποίος σε καθένα από τα δυο φύλλα
του είχε αγκίστρι γυρισμένο προς τα πάνω. Φόρεσε το θώρακα και πρόσφερε τον
εαυτό του θεληματικά στο δράκοντα, ώστε και ο ίδιος να θυσιαστεί, αλλά και το
δράκοντα να καταστρέψει, γι` αυτό και ο Δίας ονομάστηκε σαώτης= σωτήρας». Κοντά σ` αυτό ήταν το άγαλμα του Διονύσου και της Τύχης. Σε άλλο σημείο
ήταν τα αγάλματα της Υγείας, της Αθηνάς και του Πλούτου.
Υπήρχε επίσης το Πολυάνδριον, των πολλών πεσόντων Θεσπιέων στη φονική
μάχη του Δηλίου 424 π.Χ. Ήταν ένα λιοντάρι σαν αυτό που υπάρχει στη Χαιρώνεια και στον Στρυμώνα ποταμό. Στη μάχη αυτή οι Θεσπιείς με τους υπόλοιπους Βοιωτούς πολέμησαν εναντίον των Αθηναίων. Οι νεκροί της μάχης τάφηκαν στο Πολυάνδριο, όπου από τις ανασκαφές
βρέθηκαν ο περίβολος του ταφικού μνημείου, διάφορα κτερίσματα, ο κορμός
λιονταριού καθώς και οι λίθινες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων στη μάχη του
Δηλίου.
Η τέχνη των Θεσπιών ήταν γνωστή κυρίως για τα γλυπτά της. Πολλά από αυτά
περιλαμβάνονται στις συλλογές των μουσείων Θηβών και Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η Φρύνη και ο γλύπτης Πραξιτέλης
Η πανούργα Φρύνη
δεν τον πίστεψε. Έβαλε έναν υπηρέτη του Πραξιτέλη να φωνάξει μες
στη μέση της νύχτας, ότι είχε πάρει φωτιά το εργαστήριο του γλύπτη. Ο
Πραξιτέλης έντρομος, ζήτησε να βγάλουν έξω το άγαλμα του Έρωτα. Η Φρύνη, που
ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, χαμογέλασε πονηρά και τον ενημέρωσε ότι το εργαστήριο
δεν κινδύνευε. Εκείνη είχε στήσει όλο το σχέδιο, για να μάθει ποιο ήταν το
αγαπημένο του έργο. «Τον Έρωτα θα μου δώσεις», του είπε και ο Πραξιτέλης
δεν μπόρεσε να αρνηθεί....
Ποια ήταν η Φρύνη
Η
Μνησαρέτη, θυγατέρα του Επικλή,
έζησε τον 4ο αιώνα π.α.χ.χ. και για να βοηθήσει την φτωχή οικογένειά της
μάζευε και πουλούσε κάπαρη. Οι συνθήκες όμως την ανάγκασαν να ζητήσει την τύχη
της στην Αθήνα, όπου για λίγο διάστημα εξάσκησε το επάγγελμα της αυλητρίδας,
ενώ πολύ σύντομα λόγω της άφθαστης ομορφιάς του προσώπου της, της ασύγκριτης
ευθυγραμμίας του σώματός της αλλά και της απαράμιλλης ευφυΐας της άρχισε να
ασκεί το επάγγελμα της εταίρα
Οι άλλες εταίρες της Αθήνας
της έδωσαν το ψευδώνυμο Φρύνη (= βάτραχος, λόγω του χρυσοπράσινου
χρώματος του δέρματος της ) και σύντομα όλοι την ονόμαζαν έτσι. Η Φρύνη λοιπόν
σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε ευρύτατη φήμη, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και
στην υπόλοιπη Ελλάδα.
...το άγαλμα του Έρωτα τοξότη στο Μουσείο Λούβρο (Παρίσι) και είναι γνήσιο αντίγραφο του χάλκινο αγάλματος που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος για το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές το 338-335 π.χ...
Η δίκη
της Φρύνης
Κάποια στιγμή, προσέγγισε την Φρύνη ο
ρήτορας Ευθίας. Η Φρύνη απέρριψε όλες του τις προτάσεις, γιατί τον θεωρούσε
πολύ άσχημο και αγενή. Ο Ευθίας θίχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει την αυθάδη
εταίρα. Την κατηγόρησε ότι προσπαθούσε να εισάγει στην Αθήνα μία θρησκεία απ’
τη Θράκη, που θα έβλαπτε τα ήθη των νεαρών κοριτσιών. Αυτή ήταν ίσως η πιο
συνηθισμένη κατηγορία στην αρχαία Αθήνα. Ο Ευθίας έσυρε τη Φρύνη στο
δικαστήριο, όπου την εκπροσώπησε ο πρώην εραστής της, Υπερείδης. Παρά το
ανυπόστατο της κατηγορίας του Ευθία, η δίκη δεν εξελισσόταν αισίως για την
εταίρα. Οι δικαστές φαίνονταν να έχουν πειστεί απ’ το κατηγορητήριο και
πίστευαν ότι ο Υπερείδης ήταν επηρεασμένος απ’ τη σχέση του με τη Φρύνη. Λίγο
πριν παρθεί η τελική απόφαση, ο Υπερείδης τράβηξε την εταίρα στο κέντρο του
δικαστηρίου, για να μπορούν να την δουν όλοι. Χωρίς να πει κουβέντα, έσκισε τα
ρούχα της και αποκάλυψε στον κόσμο, το εκθαμβωτικά όμορφο κορμί της....
Οι δικαστές τα έχασαν. Νόμισαν ότι έβλεπαν μπροστά τους την ίδια τη Θεά Αφροδίτη. Οι φήμες για το απαράμιλλο κάλλος της εταίρας αποδείχθηκαν αληθινές. Την εποχή εκείνη, ο κόσμος πίστευε ότι η σωματική ομορφιά είχε σχέση με το ήθος και την εύνοια των Θεών. Όταν οι δικαστές αντίκρισαν την τελειότητα της Φρύνης, πείστηκαν ότι αν καταδίκαζαν αυτή τη γυναίκα, καταδίκαζαν την αγαπημένη των Θεών. Η εταίρα αθωώθηκε και η φήμη ότι ήταν η επίγεια Θεά Αφροδίτη εξαπλώθηκε....
Η
αποπλάνηση του Ξενοκράτη
Η αποπλάνηση του Ξενοκράτη. Η Φρύνη είχε βάλει
στοίχημα, ότι κανείς άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Επέλεξε
ως θύμα το φιλόσοφο Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα και δάσκαλο του Δημοσθένη.
Πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να διανυκτερεύσει εκεί, με τη δικαιολογία ότι
την κυνηγούσαν ληστές. Ο Ξενοκράτης τη φιλοξένησε. Τη νύχτα, η Φρύνη μπήκε
κρυφά στο δωμάτιο του Ξενοκράτη και ξάπλωσε δίπλα του. Ο φιλόσοφος δεν ενέδωσε
στον πειρασμό. Της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της και η Φρύνη υπάκουσε,
απογοητευμένη. Την επόμενη μέρα, όταν γνωστοποιήθηκε η αποτυχία της, η Φρύνη
προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Στοιχημάτισα να νικήσω άνθρωπο, όχι
άγαλμα». Η εταίρα συνέχισε να ασκεί το επάγγελμά της ακόμα και σε μεγάλη
ηλικία. Ο αισθησιασμός και η γοητεία της δεν εξασθένησαν με την πάροδο του
χρόνου. Υπολογίζεται ότι πέθανε γύρω στα 310 π.Χ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου