Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Σικυών


 Η ετυµολογία της λέξης «Σικυών» προέρχεται από το αρχαίο «σικυός» ή «σίκυος», όπως ονοµαζόταν ένα µικρό φυτό που ανήκε στα «κολοκυνθοειδή» και αφθονούσε στις τροπικές χώρες.

Σύµφωνα µε τον κατάλογο των βασιλέων της Σικυώνας, ο πρώτος βασιλιάς της ονοµαζόταν Αιγιαλεύς και ήταν εκείνος που ίδρυσε τον πρώτο συνοικισµό στην Ασωπία, περίπου το 2.000 π.Χ. στην περιοχή µεταξύ των ποταµών Ασωπού και Ελισσώνα.

Η αρχαία πόλη της Σικυώνας ήταν χτισµένη κοντά στο Κιάτο, ενώ η οχυρή ακρόπολή της βρισκόταν στο οροπέδιο, νότια της πόλης. Στις εκβολές του Ασωπού βρισκόταν το λιµάνι, το οποίο αποτελείτο από µια τεχνητή λεκάνη, κοντά στο σηµερινό αλσύλλιο της Παναγίας.

Πρώτοι κάτοικοι θεωρούνται οι Πελασγοί, κατόπιν οι Αιολείς (Αµυθαονίδες), οι Ίωνες και τέλος οι Δωριείς ενώ η πόλη διατηρούσε στενούς δεσµούς µε το Άργος. Οι Σικυώνιοι, υπό τον Αγαµέµνωνα, έλαβαν µέρος στον Τρωικό Πόλεµο.

Το 676 π.Χ. οι Αιγιαλείς µε επικεφαλής τον Ορθαγόρα, αποµάκρυναν τους Δωριείς από την εξουσία. Υπό τους Ορθαγορίδες η Σικυώνα γνώρισε µεγάλη ακµή, ιδιαιτέρως επί της τυραννίας του Κλεισθένη, ο οποίος ήταν παππούς του Κλεισθένη του Αθηναίου, του ιδρυτή της Αθηναϊκής Δηµοκρατίας. 
Κατά τους Περσικούς Πολέµους, οι Σικυώνιοι συµµετείχαν µε σηµαντική δύναµη και πολέµησαν στο Αρτεµίσιο, στη Σαλαµίνα, στις Πλαταιές και στη Μυκάλη.

Επί των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου η πόλη περιήλθε στον Πολυσπέρχοντα, στη συνέχεια στο γιο του Αλέξανδρο και µετά τη δολοφονία του δεύτερου από τους Σικυώνιους, στη χήρα του Κρατησιπόλιδα (314 π.Χ.). Το 303 π.Χ. ο Δηµήτριος ο Πολιορκητής, πολεµώντας κατά του Κάσσανδρου, µεταξύ των άλλων Πελοποννησιακών πόλεων κατέλαβε και τη Σικυώνα. Αφού την µετέφερε στο ευρύχωρο οροπέδιο, όπου βρισκόταν η παλαιότερη ακρόπολή τους, κοντά στο σηµερινό Βασιλικό, την περιέβαλε µε τείχη και διευκόλυνε όσους ήθελαν να εγκατασταθούν εκεί. Στην πόλη, που ονοµάστηκε Δηµητριάς, επεβλήθηκε από τον Δηµήτριο τυραννία, η οποία καταλύθηκε το 251 π.Χ. από τον Άρατο.

Ο Άρατος, γιος του άρχοντα της Σικυώνας Κλεινία, γεννήθηκε το 271 π.Χ. Παιδί εφτά ετών φυγαδεύτηκε στο Άργος µετά τη δολοφονία του πατέρα του. Σε ηλικία είκοσι ετών επέστρεψε κρυφά στη Σικυώνα και µε πραξικόπηµα ανέτρεψε τον τύραννο Νικοκλή. Αµέσως, πήρε µέτρα φιλολαϊκά ακολουθώντας τα βήµατα του Κλεισθένη. Πολύ γρήγορα έδωσε στη Σικυώνα την παλιά της αίγλη της εποχής των Ορθαγορίδων. Από τα πρώτα χρόνια που ανέλαβε την εξουσία οδήγησε τη Σικυώνα στην Αχαϊκή Συµπολιτεία, της οποίας έγινε επανειληµµένα στρατηγός και την οποία οδήγησε σε περίοδο ακµής και επιτυχιών. Δηλητηριάστηκε το 213 π.Χ. από τον Φίλιππο Ε΄ των Μακεδόνων, επειδή στο πρόσωπο του Άρατου και της Αχαϊκής Συµπολιτείας έβλεπε ένα σοβαρό εµπόδιο στην κυριαρχία των Μακεδόνων στην Πελοπόννησο. Οι Σικυώνιοι τον έθαψαν µε τιµές στα τείχη της πόλης και του έφτιαξαν ιερό.

Το 198 π.Χ. η σύνοδος της Αχαϊκής Συµπολιτείας, που έγινε στη Σικυώνα, αποφάσισε να συνάψει συµµαχία µε τους Ρωµαίους εναντίον των Μακεδόνων, γεγονός που τελικά οδήγησε στην υποταγή της Ελλάδας. Το 146 π.Χ., µετά την καταστροφή της Κορίνθου από τον Μόµµιο, αναγνωρίστηκε από τους Ρωµαίους η αυτονοµία της πόλης και οι Σικυώνιοι ανέλαβαν για ένα διάστηµα την διοργάνωση των Ισθµίων. Όµως, το 87 π.Χ. η πόλη καταστράφηκε από τον Σύλλα και το 58 π.Χ. αναγκάστηκε να πουλήσει τους ζωγραφικούς πίνακες για να ανταποκριθεί στα χρέη της.

Ο Παυσανίας περνώντας από την πόλη (2ος αιώνας µ.Χ.) έκανε µια περιγραφή των µνηµείων της. Ο επισκέπτης που ερχόταν από τον δρόµο της Κορίνθου συναντούσε το µνήµα του Μεσσήνιου Λύκου και δεξιά του ήταν το Ολύµπιον, ενώ εισέρχονταν στην Πόλη από µία πύλη όπου υπήρχε η Στάζουσα πηγή, το νερό της οποίας ανάβλυζε από την οροφή ενός σπηλαίου. Στην ακρόπολη υπήρχε ιερό της Ακραίας τύχης και των Διόσκουρων µε τα ξόανα των θεοτήτων, αµέσως µετά συναντούσε το θέατρο µε το άγαλµα του Άρατου που κρατούσε ασπίδα. Μετά το θέατρο ήταν ο ναός του Διονύσου και η αγορά.

Μετά την αγορά ήταν ο ναός της Αρτέµιδος Λιµναίας και έξω από την αγορά το Ιερό της Πειθούς, στο οποίο σύµφωνα µε την µυθολογία, έφτασαν ο Απόλλων και η Άρτεµις για να εξαγνιστούν απ’ το φόνο του Πύθωνα. Μετά το τέµενος των Ρωµαίων αυτοκρατόρων ήταν ο ναός του Απόλλωνος. Στην πόλη ακόµα υπήρχαν στάδιο, βουλευτήριο µε µεγάλη στοά, βωµός του Ίσθµιου Ποσειδώνος και δίπλα του αγάλµατα του Μειλιχίου Διός και της Πατρώας Αρτέµιδος, ένας ακόµα ναός του Λυκείου Απόλλωνος, το γυµνάσιο µε το άγαλµα του Ηρακλέους, ιερό του Ασκληπιού, ναός της Αφροδίτης µε άγαλµα της θεάς και της Αντιόπης, ιερό της Φεραίας Αρτέµιδος.
Κοντά στην Ιερά πύλη βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς µε το µνήµα του Εποπέως κατασκευαστή του ναού και µετά το ιερό της Ήρας. Υπήρχαν ακόµα βωµοί του Πανός και του Ήλιου. Ένας άλλος ναός της Ήρας βρισκόταν στο δρόµο προς το λιµάνι.Το 23 µ.Χ. και το 155 µ.Χ. η πόλη καταστράφηκε από µεγάλους σεισµούς. Έκτοτε παρέµεινε µια µικρή κωµόπολη µέχρι τον 5ο αιώνα µ.Χ., οπότε ονοµάστηκε Ελλάς.


Οι Σικυώνιοι έκοψαν δικά τους νοµίσµατα τα οποία στη µία όψη είχαν τη Χίµαιρα ή κεφαλή του Απόλλωνα και στην άλλη όψη ένα περιστέρι. 

Ως κέντρο παντοειδούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας η Σικυών είχε διακριθεί ήδη από των αρχαϊκών χρόνων µέχρι του τέλους της αρχαιότητας. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή για τις σπουδαίες σχολές γλυπτικής και ζωγραφικής, που ανθούσαν εκεί κατά τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος και 6ος αι. π.Χ.) και αργότερα κατά τον 4ο αι. π.Χ.  Ήταν το πρώτο Πελοποννησιακό κέντρο (από τον 7ο αιώνα π.Χ.) χαλκουργίας και αγγειοπλαστικής µε τα γνωστά ως πρωτοκορινθιακά αγγεία. Η παράδοση αναφέρει ότι εκεί εργάστηκαν ο Δίποινος και ο Σκύλλις. 

Γνωστοί καλλιτέχνες από τη Σικυώνα ή από άλλες πόλεις εργάστηκαν εκεί. Από τη Σικυώνα είναι οι πλάστες Κάναχος, Πολύκλειτος, Κλέων και στους χρόνους του Μ. Αλεξάνδρου ο Λύσιππος και ο αδελφός του Λυσίστρατος. Επίσης ο Ευτυχίδης, µαθητής του Λύσιππου και οι γλύπτες Ξενοκράτης, Τισικράτης και Θοινίας.  

Το µεγάλο πρόσωπο που αναδείχθηκε µέσα σ’ αυτόν τον οργασµό της καλλιτεχνίας στη Σικυώνα ήταν αναµφισβήτητα ο Λύσιππος, ο επίσηµος ανδριαντοποιός του Μεγ. Αλεξάνδρου, ο κορυφαίος γλύπτης του 4ου αιώνα, για τον οποίο ειπώθηκε ότι όπως ο Μεγ. Αλέξανδρος κατέκτησε τον κόσµο ο Λύσιππος κατέκτησε τον χώρο. Η ουσιαστικότερη καινοτοµία που επέφερε στην τέχνη της γλυπτικής ήταν η κατάκτηση της τρίτης διάστασης, η περιστροφή των µορφών στον χώρο, τεχνική η οποία διαγράφεται έντονα στο έργο «Αποξυόµενος» όπου η στάση του αθλητή είναι στιγµιαία και δίνει την εντύπωση ότι θα αλλάξει αµέσως. 

Οι ζωγράφοι της Σικυώνας είχαν καλλιεργήσει την ανεξίτηλη επιχρωµάτωση των µαρµάρινων έργων τέχνης. Γνωστότεροι ζωγράφοι είναι ο Εύποµπος, ο Πάµφιλος, ο Νεοκλής, ο Πασίας και ο Παυσίας. Επίσης ο φηµισµένος ζωγράφος των χρόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Απελλής είχε εργαστεί στη Σικυώνα. 

Διάσηµοι Σικυώνιοι ήταν ακόµα η ποιήτρια Πράξιλλα, ο κωµωδιογράφος Αξιότιµος, οι γεωγράφοι Αρίσταρχος και Ηράκλειτος, οι συγγραφείς Ξενοκράτης και Διογένης, ο τρεις φορές Ολυµπιονίκης παλαιστής Σώστρατος και πολλοί άλλοι.

Ονοµαστοί ήταν οι θησαυροί των Σικυωνίων στην Ολυµπία και στους     Δελφούς.


Το Μουσείο της Σικυώνας στεγάζεται από το έτος 1935 σε τμήμα ενός ρωμαϊκού Βαλανείου (Θέρμες) και βρίσκεται βόρεια της αγοράς της ελληνιστικής και ρωμαϊκής πόλης. Στον αίθριο χώρο του Μουσείου και στις τρεις αίθουσες εκτίθενται οι θησαυροί της Σικυώνας και των γύρω περιοχών καθώς και ευρήματα από τη πόλη Στύμφαλο, την πόλη Πελλήνη και το Σπήλαιο των Πιτσών και χρονολογούνται από τη μυκηναϊκή έως και την παλαιοχριστιανική περίοδο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου