Τον θάνατο και την
Ανάσταση στην Αρχαία Ελλάδα συμβόλιζαν τα Ελευσίνια μυστήρια με την επάνοδο της
Περσεφόνης από τον Άδη, την Άνοιξη. Συγκεκριμένα στα Ορφικά μυστήρια κατά την
εαρινή ισημερία ο Διόνυσος ο Ζαγρέας κατασπαράζεται από τους Τιτάνες.
Διόνυσος Ζαγρέας
Στην ελληνική μυθολογία ο Ζαγρέας (Ζαγρεύς)
ήταν ο μέγας θεός των Ορφικών, ο οποίος γεννήθηκε από την Περσεφόνη και τον μεταμορφωμένο σε φίδι Δία. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παράδοση, η Περσεφόνη
είχε κέρατα, και έτσι ο Ζαγρεύς γεννήθηκε και αυτός με κέρατα. Ο Δίας τον
διόρισε βασιλιά των θεών και του έδωσε σκήπτρο, κεραυνό και τον έλεγχο της βροχής. Και όπως οι Κουρήτες φύλαξαν τον Δία όταν εκείνος ήταν βρέφος, έτσι φύλαξαν
και τον Ζαγρέα, με την πρόσθετη βοήθεια του Απόλλωνα.
Η
σύζυγος του Δία Ήρα βάλθηκε να εξοντώσει τον μικρό Ζαγρέα και
γι' αυτό απέστειλε τους Τιτάνες να τον σκοτώσουν με απατηλούς
περισπασμούς: του πήγαν παιχνίδια (ένα ρόμβο, έναν αστράγαλο, χρυσά μήλα, μία σβούρα) και ένα καθρέφτη. Ο Ζαγρεύς απασχολήθηκε με τον καθρέφτη,
βλέποντας το πρόσωπό του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω
του με τα μαχαίρια τους. Τότε ο μικρός θεός για να τους αποφύγει άρχισε να
μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος. Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους
Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα
που είχε τη μορφή ταύρου, βράζουν το κρέας του και το τρώνε. Ο Δίας οργίσθηκε
τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Στον Απόλλωνα έδωσε εντολή να περιμαζέψει
τα λείψανα του Ζαγρέως και να τα θάψει στους Δελφούς, κοντά στον τρίποδα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, η θεά Αθηνά πέτυχε να διασώσει την καρδιά του Ζαγρέα και να την παραδώσει στο Δία, ο
οποίος την τοποθέτησε μέσα σε γύψινο ομοίωμα του θεού.
Την καρδιά του την κονιορτοποίησε
ο Δίας και τη διέλυσε σε ένα ποτό που το πρόσφερε στη Σεμέλη. Εκείνη
τότε έμεινε έγκυος κι έφερε στον κόσμο το Νεώτερο Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή την κονιορτοποιημένη καρδιά του την κατάπιε ο ίδιος ο Δίας, κι ήταν εκείνος ο οποίος γέννησε το Διόνυσο.
Μία
άλλη παράδοση αναφέρει την ανάσταση του θεού: η Ρέα ή η Δήμητρα συγκολλάει τα κομμάτια του και ο Ζαγρέας
«ανίσταται» ή ξαναγεννιέται με νέα προσωπικότητα: Είναι ο θεός Διόνυσος, ο γιος της Σεμέλης, στην οποία ο Δίας είχε δώσει να καταπιεί
την καρδιά του Ζαγρέως.
Ο Λικνίτης Διόνυσος, τελετή προς τιμήν του νεκρού
θεού στο Κωρύκειο Άντρο
Όταν στον Πανοπέα ήταν
βασιλιάς ο Πανοπέας, τον οποίο ο Όμηρος τον αποκαλεί «καλλίχορον», τότε κάθε
δύο χρόνια, την Άνοιξη, τελούσαν εορτές προς τιμή του Διονύσου. Από την Αττική
και την Βοιωτία ερχόντουσαν οι Θυιάδες* και μαζί με τους Βοιωτούς και τους Πανοπείς
ανέβαιναν στο Κωρύκειο Άντρο του Παρνασσού. Εκεί τελούσαν την περιφορά του
Λικνίτη, του νεκρού Διονύσου, και μετά εόρταζαν με μεγαλοπρέπεια την Ανάσταση
του θεού.
Οι Θυιάδες (Θυιάδαι)
ή και Θυάδες (Θυάδαι) είναι μία ομάδα γυναικών που λάτρευαν τον θεό
Διόνυσο, όπως ήταν οι Βάκχες και οι Μαινάδες. Κατά την παράδοση οι Θυιάδες ήταν
κόρες της πρώτης ιέρειας του Διονύσου στους Δελφούς, της Θυίας, από όπου και
πήραν το όνομά τους.
Ο μύθος
του θανάτου και της ανάστασης συνδέθηκε και στο ελληνικό πάνθεο με τη βλάστηση
και την καρποφορία και ο Διόνυσος έμεινε τελικά γνωστός ως θεός του οίνου και
της αμπέλου…
Νεκρός Άδωνις |
Χωρίς
αμφιβολία, θεοί της βλάστησης είναι και ο Διόνυσος και ο Άδωνις, ως πάσχοντες
θεοί πέθαιναν κι ανασταίνονταν κάθε χρόνο και τιμούνταν μεγαλοπρεπώς από τους
αρχαίους Έλληνες με μυστήρια (αδώνια, ορφικά, διονύσια, ελευσίνια) και γιορτές.
Που οφειλόταν, άραγε αυτή η πανάρχαια πεποίθηση ότι ο θεός αναγεννιέται την
Άνοιξη;
Ο Πλούταρχος, το αποδίδει στην ίδια την φύση της εποχής:
«Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία».
«Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία».
Την εποχή, λοιπόν, που έβλεπαν από τη μια τους καρπούς
να εξαφανίζονται εντελώς από τα δέντρα και να τους λείπουν, ενώ, από την άλλη, οι ίδιοι τους φύτευαν με πολλή δυσκολία
ξύνοντας τη γη με τα χέρια και με τα χέρια καλύπτοντάς τους πάλι, βάζοντας τους
εκεί, χωρίς να ξέρουν, αν θα εμφανιστούν ξανά, έκαναν πράγματα παρόμοια με
εκείνα που κάνουν όταν θάβουν τους νεκρούς και τους πενθούν.
Έπειτα, όπως εμείς λέμε γι’ αυτόν που αγοράζει τα
βιβλία του Πλάτωνα ότι αγοράζει Πλάτωνα και όποιον παρουσιάζει τα ποιήματα του
Μενάνδρου ότι παίζει Μένανδρο, έτσι κι εκείνοι δεν δίσταζαν να ονομάσουν τα
δώρα και τα έργα των θεών με τα ονόματα των θεών, τιμώντας τα, επειδή τους ήταν
αναγκαία, και λατρεύοντάς τα.
Οι επόμενοι όμως, απαίδευτοι και αμαθείς, τα παραλάμβαναν, κατ’ αντιστροφή απέδιδαν τα παθήματα των καρπών στους θεούς και δεν αποκαλούσαν μόνον, αλλά και πίστευαν, την εμφάνιση και την εξαφάνιση των αναγκαίων καρπών ως γέννηση και θάνατο των θεών, γεμίζοντας έτσι το μυαλό τους με άτοπες, αυθαίρετες και συγκεχυμένες δοξασίες, μολονότι έβλεπαν καθαρά το άτοπο και τον παραλογισμό.
Ο Ξενοφάνης, λοιπόν, ο Κολοφώνιος έθεσε ως αρχή στουςΑιγυπτίους, αν τους
Ξενοφάνης |
Μανίλιος |
Ο
Μανίλιος μας πληροφορεί, ότι τα άστρα που θεωρούνταν και θεοί, όταν έδυαν και
χάνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν τους απλούς ανθρώπους να πιστεύουν,
ότι ο θεός (άστρο) ήταν νεκρός. Κατά την επανεμφάνιση του άστρου, έλεγαν, ότι ο θεός με τον οποίον
ταυτιζόταν είχε αναστηθεί ή είχε γεννηθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου